Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Ζει ή πέθανε η ποίηση;

«Μας λείπουνε οι λέξεις! Μας λείπουνε οι λέξεις! Πίσω απ’ τα μάτια. Όχι στα χείλη. Αυτό είν’ όλο. Όταν έγραφα αυτές τις αράδες, αναρωτιόμουν αν ακόμη είναι εφικτή η άσκηση της ποιητικής τέχνης σε μια εποχή νεωτερικότητας, μοντερνισμού και σύγχρονης ΄΄αντίληψης΄΄ των πραγμάτων, όπου τα χείλη κυριαρχούν των οφθαλμών! « … Μα, τι είναι πιο ανώτερο σε τούτη τη ζωή; Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία» … Έτσι, μου γεννήθηκε και η δεύτερη στροφή, σε μια στιγμή απορίας που αγγίζει ένα μεταφυσικό ερώτημα, ΄΄να ζει κανείς ή να μη ζει΄΄. Αφήνω, λοιπόν, το ερώτημα να πάρει σάρκα και οστά, να γίνει ποίημα, διαρρηγνύοντας το ίδιο το ιδιολατρικό κέλυφος της ποίησής του. Και … «Και … Σκέψεις δίχως λέξεις; … Μη μου πεις! Αυτό με ξεπερνάει! Σαν στον ορίζοντα σβηστείς και, σφόδρα, λησμονήσεις … Εκείνα που δεν έμαθες ανάμεσα στα φύλλα … » Τι να ‘ναι αυτό, λοιπόν, που πρέπει να λησμονήσει ένας Ποιητής, σαν θέλει να γράψει Ποίηση και όχι ΄΄σκέψεις δίχως λέξεις΄΄; Τα εσώψυχά του μάλλον; Τον εαυτό του μήπως; Τα εσωτερικά τοπία του μυαλού του, όπου μονάχος του, σ’ ένα δωμάτιο, τη νύχτα, με τα παντζούρια κλειστά, ενδιαφέρεται μονάχα γι’ αυτά που τον διαφοροποιούν από τους άλλους, αρνούμενος να κοιτάξει έξω από το παραθύρι του και να γράψει γι’ αυτούς τους ΄΄άλλους΄΄, για την ίδια τη ζωή; «Εκείνα που δεν έμαθες ανάμεσα στα φύλλα … » Μένω ξανά και ξανά σ’ αυτόν τον στίχο μου. Τον κλωθογυρίζω στο μυαλό μου. Καταγράφω, απλώς, το γεγονός (και σας το εκμυστηρεύομαι φίλοι μου) ότι υπάρχει μέσα μου κάτι σαν ΄΄παράπονο΄΄ για μια απειροκαλία στη σύγχρονη ποίηση, ίσως οφειλόμενη σε έναν εγκλεισμό του ποιητή στον αυτιστικό κόσμο των ΄΄φύλλων΄΄ του, του μονόφυλου σώματός του, που το έχει ταΐσει μόνο με βιβλία, στείρο ακαδημαϊσμό και δίχως ΄΄ομορφιά΄΄. Γιατί, όταν φτάνω στο σημείο να θεωρώ ότι ο Ποιητής πρέπει να είναι ΄΄ερμαφρόδιτος΄΄, τότε το μάτι και το αυτί αντιμετωπίζουν πρόβλημα ως προς τα δικαιώματά τους! «Ιδού η απόδειξη, η τρανή! Τον άσσο, πριν τραβήξεις! Ο φθόνος … Η φθορά … Κι η φασαρία … Μας λείπουνε οι λέξεις! Μας λείπουνε οι λέξεις!» Και … Να σου! Έρχεται και η τρίτη η στροφή! «Ιδού η απόδειξη η τρανή!» … Μάλλον δεν ευθύνομαι, λοιπόν, εγώ για όσα μου λένε οι αισθήσεις μου, όταν διαβάζω σύγχρονη ποίηση … «Τον άσσο, πριν τραβήξεις!» Ένας ποιητής που αρπάζεται από τη μία του λέξη, τη μόνη του λέξη, σαν να ήταν άσσος στο μανίκι του, όπως ο ναυαγός κρατιέται απεγνωσμένα από ένα ξύλο ριγμένο στο πέλαγος.. Ε! Και λοιπόν! Τη Τέχνη του Λόγου, την τέχνη του να αξιοποιείς κάθε λέξη της γλώσσας, να γνωρίζεις το βάρος, το χρώμα, τον ήχο, τους συνδυασμούς και να τις ξεπερνάς, κάνοντάς τες να υποδηλώνουν περισσότερα από όσα δηλώνουν, να την απαρνηθούμε, τέλος πάντων; Και στο τέλος, τι θα απομείνει; «Ο φθόνος … Η φθορά … Κι η φασαρία …» Τόση φασαρία για το τίποτα δηλαδή! Όχι! Όχι! Δεν συμφωνώ! (επιτρέψτε μου το ξέσπασμά μου. Γίνομαι, μερικές φορές, ιδιαιτέρως απότομη!). Είναι και αυτή η ελληνική γλώσσα! – γλώσσα θεϊκή – που μπορεί να τη μάθει κανείς, μέχρι ενός σημείου, με το διάβασμα (το διάβασμα δεν τελειώνει ποτέ), αλλά ακόμη πιο αποτελεσματικά με το να φαντάζεται ότι δεν είναι ΄΄αυτός΄΄, μα κάποιος ΄΄άλλος΄΄. Αν θέλει, επομένως, ο Ποιητής να ικανοποιήσει όλες εκείνες τις αισθήσεις, γράφοντας ένα ποίημα, όπου μαζεύονται σαν σμάρι η λογική, η φαντασία, τα μάτια, τα αυτιά και όχι μόνο …, καλά θα κάνει, επιτέλους, να βγει από το αφόρητο ΄΄εγώ΄΄ του, να αφήσει κατά μέρος ΄΄μοντερνισμούς΄΄ και ΄΄νεωτερισμούς΄΄, ως άλλοθι, και να μιλήσει για την ΄΄ομορφιά΄΄. Για ποια ομορφιά; «Τη γόπα του τσιγάρου σου, σε τάφο να τη θάψεις Κλωστή … Κλωστή … Αόρατη κλωστή … Ο ήλιος ανατέλλει …» Την ομορφιά που κρύβεται στη γόπα ενός τσιγάρου … σε μια αόρατη κλωστή … στον ήλιο που ανατέλλει … Αρκεί … «Κοίταξε, πριν σε καταπιεί … Προτού κι εκείνος … λιώσει …»[1] [1] Οι στίχοι που παραθέτονται είναι από το ποίημα της συγγραφέως, ΄΄Μας λείπουνε οι λέξεις!΄΄, της ποιητικής της συλλογής ΄΄Η αλήθεια της ψυχής …΄΄