Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Το παράλογο πεπρωμένο του Καλλιτέχνη

Πόσο ελεύθερος είναι, άραγε, ένας καλλιτέχνης, με τη θεμελιακή και ηθική έννοια της ελευθερίας; Μήπως, όπως έλεγε ο Ρώσος μυθιστοριογράφος, Μπόρις Πάστερνακ είναι όμηρος της αιωνιότητας και δεσμώτης του χρόνου; Και αν, ναι, ποιοι είναι, στ’ αλήθεια, όλοι εκείνοι οι παράγοντες που ο κερδισμένος, ο ωφελημένος είναι, πάντα, το κοινό, ενώ ο καλλιτέχνης χάνει και πρέπει να πληρώσει; Είναι, τελικά, τόσο παράλογο το πεπρωμένο του καλλιτέχνη, που δεν υπόκειται στους νόμους της συμβατικής, κοινής λογικής, αλλά βαδίζει σε παράδοξες ατραπούς;

Ο Βάν Γκόγκ, ο καλλιτέχνης που δήλωνε ότι «το καθήκον είναι κάτι απόλυτο» και παραδεχόταν ότι το καθήκον του προς το καλό το είδε σαν φορτίο και προνόμιο, στο προσωπικό του ημερολόγιο γράφει: «Όταν ένας άνθρωπος εκφράζει καθαρά αυτό που θέλει να πει, πιστεύω ότι δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο. Δεν αντιλέγω, είναι πιο ευχάριστο να τον ακούς όταν μπορεί να εκφράζει όμορφα τις σκέψεις του. Ωστόσο δεν προσθέτει και πολλά στην ομορφιά της αλήθειας, που είναι όμορφη από μόνη της …».

΄΄Στην ομορφιά της αλήθειας, που είναι όμορφη από μόνη της …΄΄ Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η αλήθεια, για την οποία μιλούσε ο Βάν Γκόγκ και θεωρούσε καλλιτεχνικό του έργο να αγωνιστεί, μ’ όλες του τις δυνάμεις, με το υλικό της ζωής, για να αντλήσει την ιδανική αλήθεια και την ομορφιά που κρύβεται μέσα της; Και, μήπως, αυτή η αλήθεια και η ομορφιά της να στοιχειοθετεί και το παράλογο πεπρωμένο του καλλιτέχνη, που σαν καθήκον και υπέρτατο ιδεώδες στοιχειώνει μέσα του, σε σημείο που να νιώθει ότι είναι ο πιο ανελεύθερος από όλους τους ανθρώπους που κατοικούν τον πλανήτη;

Η Τέχνη, αναμφισβήτητα, εξευγενίζει τον άνθρωπο με την ύπαρξής της και μόνο. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να έχει καθαρά χρησιμοθηρικούς και πρακτικούς αντικειμενικούς στόχους. Αλλά και ένας καλλιτέχνης που βασίζεται σε τέτοιες «βρώμικες» προϋποθέσεις, είναι φυσικό να μην μπορεί να σταθεί σαν καλλιτεχνική οντότητα που θα δημιουργήσει τους άυλους εκείνους δεσμούς, ώστε η ανθρωπότητα να μεταβληθεί σε κοινότητα και η Τέχνη να μην εκφυλιστεί και γίνει «άγρια», σαν μηλιά σε παρατημένο περιβόλι. Πόσο «παράλογη», όμως, είναι αυτή η «διεργασία», στην οποία υποβάλλει ο καλλιτέχνης τον εαυτό του καθημερινά;

Την απάντηση θα δώσει ο Ντοστογιέφσκι, λέγοντας: «Λένε πως η τέχνη πρέπει να καθρεφτίζει τη ζωή, και τα λοιπά. Είναι ανόητο όμως. Ο ίδιος ο συγγραφέας (ο ποιητής) δημιουργεί ζωή σχεδόν έτσι όπως δεν υπήρξε ποτέ πριν…». Και ο Τόμας Μαν θα συμπληρώσει: «Μόνο το αδιάφορο είναι ελεύθερο. Το ξεχωριστό δεν είναι ποτέ ελεύθερο. Φέρει τη δική του σφραγίδα, είναι οροθετημένο και αλυσοδεμένο». «Αλυσοδεμένος», λοιπόν, ο καλλιτέχνης δημιουργεί ζωή σχεδόν έτσι όπως δεν υπήρξε ποτέ πριν. Δημιουργεί, επομένως, μια πραγματικότητα, που απέχει πολύ απ’ την κοινή πραγματικότητα. Ζει το παράλογο πεπρωμένο του. Ίσως, θα ήταν πιο «σωστό» και πιο «δίκαιο» να πούμε ότι ο καλλιτέχνης δημιουργεί και αναμορφώνει, μέσα στα έργα του, την πραγματική πραγματικότητα. Την πραγματικότητα εκείνη που έχει τις απαρχές της στις παιδικές καταβολές του ανθρώπου, γίνεται κατανοητή από όλους, εφόσον η ψυχή θα διψά πάντα για αρμονία, άσχετα αν η ζωή, αντιθέτως, είναι γεμάτη παραφωνία. Σ’ αυτή τη διχοτόμηση κινείται το πεπρωμένο του καλλιτέχνη, αποτελώντας το ερέθισμα για να κινηθεί ο άνθρωπος, πηγή πόνου και ταυτόχρονα ελπίδας, επιβεβαίωση του πνευματικού δυναμικού και βάθους του. Φυσικά, αυτή η ανάταση, αυτό το πέταγμα στην καλοσύνη είναι μια χίμαιρα, ένα ολοφάνερο όνειρο για κάτι που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει, κάτι που το αναζητά το πνεύμα του καλλιτέχνη, το λαχταρά, κάτι που αναζητά και λαχταρά όλη η ανθρωπότητα, έστω και εν αγνοία της. Είναι η αλλόκοτη και παράλογη εκείνη στιγμή, που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να ρίξει μια ματιά στη συμπαντική αρμονία, στο ιδεώδες. Αλλά ακόμα και αυτό το πλασματικό πέταγμα δίνει στο κοινό τη δυνατότητα της κάθαρσης, αυτού του πνευματικού εξαγνισμού και της απελευθέρωσης, που αποτελεί επίτευγμα της Τέχνης. «Και μόνον η έκφραση της σκέψης δια του λόγου είναι στον κόσμο ένα διαρκές σκάνδαλο. Και τί να πει κανείς για τον γραπτό λόγο;», γράφει ο Γάλλος συγγραφέας, Ζώρζ Μπερνανός, στο έργο του ΄΄Τα μεγάλα κοιμητήρια κάτω από το φεγγάρι΄΄. Για τον Μπερνανός, το να μιλά κανείς, το να γράφει δεν σημαίνει μόνον ότι προκαλεί, έως θανάτου, ένα ψέμα που δεν ζει παρά από τη σιωπή, σημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι παίρνει δύναμη να υπερνικήσει τους πειρασμούς της παραίτησης (που είναι, επίσης, και οι πειρασμοί της απελπισίας), θέτοντας σήματα που είναι σημάδια, πέτρες που δείχνουν το δρόμο προς το μέλλον.

«Ό,τι δικό μας αφήνουμε στο μέλλον [θα γράψει ο Γάλλος συγγραφέας] δεν είναι παρά η τραγική και αιματηρή ιστορία των διαδοχικών μας απογοητεύσεων που υπερνικήσαμε υπομονετικά. Τι σημασία έχει; … Αν ολοκληρώσουμε την προσπάθειά μας, αυτοί, για τους οποίους γεννηθήκαμε και οι οποίοι δεν υπάρχουν ακόμα, θα αντλήσουν τις βεβαιότητές τους από τις αμφιβολίες μας, διότι απ’ αυτόν τον πειρασμό της απελπισίας, που αποτελεί το υφάδι της ζωής μας, θα αναβλύσει με τον καιρό μια νέα πηγή ελπίδας».



Ελένη Σεμερτζίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια: