Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΩΡΕΩΝ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΤΟΥΣ ΡΟΛΟΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ



Οι βιβλιοθήκες αποτελούν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της επικοινωνίας των ανθρώπων. Στα παλιά χρόνια, η γνώση καταγραφόταν στο μυαλό ατόμων που γινόταν κατά κάποιο τρόπο οι θεματοφύλακές της και οι γέφυρες μετάδοσής της από τη μια γενιά στην άλλη, ή ανάμεσα σε αυτούς που γεννούσαν τις ιδέες από τη μια μεριά, και σε αυτούς που είχαν ανάγκη από την άλλη.

Το ποσό των πληροφοριών, που μπορεί να περάσει με τον τρόπο αυτό, είναι περιορισμένο. Η κοινωνία άρχισε να προχωρά, όταν οι διαφόρων ειδών πληροφορίες άρχισαν να καταγράφονται σε μορφές σχετικής διάρκειας και θα μπορούσαν έτσι να αντικαταστήσουν τον ζωντανό «σοφό άνθρωπο». Η καταγραμμένη γνώση άρχισε να συγκεντρώνεται και να φυλάγεται με φροντίδα. Αντί για την ατομική αποθήκευση των γνώσεων, έχουμε τώρα την συλλογική αποθήκη. Αντί για τον ζωντανό σοφό άνθρωπο, έχουμε την βιβλιοθήκη. Οι βιβλιοθήκες, επομένως, είναι η συλλογική μορφή της κοινωνίας. Όσο οι γνώσεις με το πέρασμα του χρόνου πολλαπλασιάζονταν, τόσο η αξία των βιβλιοθηκών μεγάλωνε. Στις μέρες μας, η ποσότητα των επιστημονικών πληροφοριών είναι τόση, ώστε κανένας επιστήμονας δεν μπορεί πια να παρακολουθήσει ούτε ένα ελάχιστο κλάσμα τους. Είναι φανερό λοιπόν ότι ο ρόλος της βιβλιοθήκης είναι τόσο σημαντικός, ώστε μπορούμε να πούμε ότι μια κοινωνία σήμερα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς βιβλιοθήκες.

Η πολιτιστική δύναμη του βιβλίου, της βιβλιοθήκης, της μόρφωσης είναι στενά δεμένη με την μορφή και την πορεία της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης κάθε χώρας. Και αλάνθαστα κριτήρια του πολιτισμού της είναι οι βιβλιοθήκες και τα βιβλία τους. Η πρόοδος της ανθρωπότητας, η αλματική εξέλιξη σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, τα παγκόσμια σύγχρονα γεγονότα επιβάλλουν στον άνθρωπο μια συνεχή ενημέρωση και ανανέωση των παλιών γνώσεών του, για να υπάρξει δημιουργικά ή έστω ομαλά μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει την κάθε εποχή σε όλο της το φάσμα. Καταγράφει σε συνέχεια την ανθρώπινη ιστορία και δένει αλυσιδωτά τις γνώσεις της μιας με την άλλη εποχή, διατηρώντας την συνοχή της ανθρώπινης συνείδησης. Αλλά, όχι μόνο αυτό. Το να επιστρέφει κανένας και να γνωρίζει το παρελθόν του ανθρώπου και την εξέλιξή του, δίνει έκταση και βάθος στην μόρφωσή του. Για τον λόγο αυτό, οι παλιές εκδόσεις, και όχι μόνο η σύγχρονη και τρέχουσα πληροφόρηση, είναι υψίστης σημασίας για τη διατήρηση της πνευματικής προσωπικότητας, για το γεφύρωμα του παρελθόντος με το παρόν και για την διαμόρφωση του μέλλοντος. Η καταγραμμένη κληρονομιά, όπως αυτή αντιπροσωπεύεται και εκφράζεται μέσα από τις σελίδες μιας παλιάς, ή ακόμη περισσότερο, σπάνιας έκδοσης, αποτελεί το κύριο μέρος της μνήμης των ανθρώπων και αντανακλά στην ποικιλία των ανθρώπων, των γλωσσών και των πολιτισμών.

Προσπαθώντας να αναζητήσουμε τις απαρχές της συγκρότησης και της δημιουργίας μιας βιβλιοθήκης, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα, στην ελληνιστική, βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο και να αναπλάσουμε, μέσα από γραπτές πηγές που έχουν διασωθεί, τον ρόλο των δωρεών στην επίτευξη του σκοπού αυτού.

Η πρώτη βιβλιοθήκη που δημιουργήθηκε αποκλειστικά από δωρεά ήταν η γνωστή και φημισμένη Βιβλιοθήκη του Λυκείου του Αριστοτέλη, η οποία αποτέλεσε αργότερα στην ελληνιστική εποχή τον βασικό πυρήνα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας επί εποχής Πτολεμαίων. Το στοιχείο, όμως, της δωρεάς γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην ελληνιστική εποχή σε μια κατηγορίας βιβλιοθηκών, στις Βιβλιοθήκες των Γυμνασίων. Μια τέτοια βιβλιοθήκη ήταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, το Πτολεμαίον στην Αθήνα, το οποίο μαρτυρείται και από τον Κικέρωνα. Επρόκειτο για μια δωρεά ενός αιγυπτίου βασιλιά, ο οποίος πιθανώς να ήταν ο Πτολεμαίος Στ΄ ο φιλομήτωρ. Από επιγραφές του 2ου – 1ου αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε ότι μεταξύ των βιβλίων που συγκεντρώνονταν με τον τρόπο αυτό, αντιπροσωπεύονταν έργα του Ευριπίδη και η Ηλιάδα του Ομήρου. Στον Πειραιά, στο επίνειο της Αθήνας, βρέθηκε ένα μεγαλύτερο απόσπασμα επιγραφής από την εποχή γύρω στα 100 π.Χ., το οποίο παρασταίνει το τμήμα ενός καταλόγου βιβλίων. Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για έναν κατάλογο με την σύγχρονη έννοια προς υπόδειξη και ανεύρεση των βιβλίων σε μια βιβλιοθήκη, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα, πρόκειται για ένα ντοκουμέντο δωρεάς που είχε επικολληθεί στο κτίριο της βιβλιοθήκης. Παρόμοια αποσπάσματα επιγραφών που μαρτυρούν δωρεές για την δημιουργία Γυμνασιακών Βιβλιοθηκών την ελληνιστική περίοδο έχουμε στην Ρόδο, την Κω, όπου στην τελευταία κάποιος Διοκλής μαζί με τον γιο του τον Απολλόδωρο δώρισαν τον χώρο της βιβλιοθήκης και 100 βιβλία, ενώ άλλοι άντρες, ονομαστικά αναφερόμενοι, συμμετείχαν με δωρεές χρημάτων και βιβλίων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός πλούσιου γιατρού, του Ηράκλειτου από τη Ροδιάπολη της Λυκίας, τον οποίο μια τιμητική επιγραφή τον χαρακτήριζε με τον τίτλο ΄΄Όμηρος της ιατρικής ποίησης΄΄. Αυτός δώρισε αντίγραφα των έργων του όχι μονάχα στην γενέτειρά του, αλλά και στην Αλεξάνδρεια, στην Ρόδο και στην Αθήνα. Ασφαλώς τα βιβλία αυτά είχαν εισαχθεί κατόπιν εκεί και στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Και όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι συμβαίνουν σε μια εποχή όπου οι Βιβλιοθήκες των Γυμνασίων ήταν εξοπλισμένες με τόσο καλά αποθέματα βιβλίων, ώστε να επαρκούν και στις απαιτήσεις μιας πανεπιστημιακής διδασκαλίας και επιπλέον βρίσκονταν κάτω από μια ανώτερη κρατική εποπτεία.

Περνώντας στην βυζαντινή εποχή, ένας μεγάλος ευεργέτης της μεγάλης βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης ήταν ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός, ο οποίος το 361/2 μ.Χ. δώρισε στην βιβλιοθήκη όχι μόνο βιβλία, αλλά της χάρισε και ένα καινούριο κτίριο. Γενικά, πρέπει να αναφερθεί ότι στην βυζαντινή εποχή οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας – αυτοκράτορες και ηγετικά κρατικά στελέχη – χρησιμοποιούσαν πολυτελή αντίτυπα βιβλίων ως μέσο επίδειξης του εαυτού τους και, με την βοήθεια των οικονομικών τους μέσων, δρούσαν ως χορηγοί Μοναστηριακών Βιβλιοθηκών, συμβάλλοντας, όπως πίστευαν, στην σωτηρία της ψυχής τους. Στο σημείο αυτό, είναι απαραίτητη η αναφορά στον Θεόδωρο Μετοχίτη, βυζαντινό αξιωματούχο, πανεπιστήμονα και συγγραφέα του 13ου – 14ου μ.Χ. αιώνα από τη Νίκαια της Βιθυνίας, ο οποίος την σπουδαία ιδιωτική βιβλιοθήκη του, που μπόρεσε να διασώσει και την οποία αγαπούσε τόσο, την κληροδότησε στη μονή της Χώρας, ως πολιτιστική δωρεά στις επερχόμενες γενεές, όπως εξηγεί σε μια επιστολή προς τους μοναχούς. Ενεργούσε όπως ένας καθηγητής της εποχής μας που αφήνει την πολύτιμη εξειδικευμένη βιβλιοθήκη του σε μια Ακαδημία των Επιστημών για να την διασώσει από την διασκόρπιση και την διάλυση.

Στην χώρας μας, η πνευματική ιστορία και οι προσπάθειες να διατηρηθούν και να δημιουργηθούν βιβλιοθήκες αρχίζει στις αρχές του 13ου αιώνα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τα μοναστήρια έσωσαν πολύτιμα ελληνικά, εκκλησιαστικά και κλασικά βιβλία. Και η αντιγραφή παλαιών χειρογράφων από μορφωμένους μοναχούς, συνεχιζόταν αδιάκοπα. Έτσι, δημιουργήθηκε μια πλούσια πνευματική κληρονομιά που βοήθησε την παιδεία να μπει στην υπηρεσία του ελληνικού πάθους για ελευθερία και ανεξαρτησία. Μεγάλη ήταν και η συμβολή των πνευματικών ανθρώπων στον αγώνα του υπόδουλου ελληνισμού. Οι ελληνικές βιβλιοθήκες κατόρθωσαν να σώσουν την ελληνική παιδεία με το να συγκεντρώνουν και να φυλάγουν ολοένα και πιο πολλά βιβλία από τις προσφορές των Ελλήνων του εξωτερικού και τις συλλογές που έστελναν οι έμποροι ή οι λόγιοι των παροικιών. Κάθε μοναστήρι, κάθε ναός και κάθε κοινότητα είχε και την βιβλιοθήκη της.

Η δημιουργία ελληνικού κράτους υπήρξε η κορυφαία στιγμή της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού. Το νέο κράτος, μικρό σε έκταση, με σαθρή και εξαρτώμενη οικονομία, και με αμφισβητούμενη πολιτική ανεξαρτησία εμφανιζόταν αδύναμο να επιβιώσει. Η Αθήνα εκηρύχθη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους στις 13 Δεκεμβρίου 1833. Για όλους η πρωτεύουσα του νέου κράτους είχε αποκτήσει μια μεταφυσική σχεδόν διάσταση και ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια πόλη.

Η Αθήνα, λειτούργησε ως ο δίαυλος που συνέδεε την ελληνική ομογένεια με ένα ένδοξο παρελθόν, με μια εποχή ελευθερίας, αξιοπρέπειας και υψηλού πολιτισμού.
Αποτέλεσε σημείο αναφοράς της εθνικής ελευθερίας και πηγή υπερηφάνειας.
Ήταν η έκφραση του ελεύθερου ελληνικού κράτους που η παρουσία και λειτουργία του καθιστούσε τους απανταχού Έλληνες πλέον πολίτες, τους νομιμοποιούσε στο παρόν και τους έκανε να μην νοιώθουν πλέον ανέστιοι πρόσφυγες.

Την οικονομική ανεπάρκεια του νέου κράτους ανέλαβαν κατά ένα σημαντικό μέρος να καλύψουν ιδιώτες, ελληνικής καταγωγής και κυρίως ελληνικής συνείδησης, εγκατεστημένοι σε περιοχές του ευρύτερου ελληνικού ιστορικού χώρου ή σε παροικίες του εξωτερικού, οι οποίοι διέθεσαν μέρος ή ολόκληρη την περιουσία τους για τις εθνικές ανάγκες. Έτσι, η πόλη αυτή περισσότερο από κάθε άλλη, εισέπραξε τις πλούσιες ευεργεσίες των πλουσίων αποδήμων, που με τις χορηγίες τους την προικοδότησαν με σύγχρονα για την εποχή δημόσια κτίρια, εντός των οποίων συγκαταλέγεται και η Εθνική Βιβλιοθήκη, η οποία δημιουργήθηκε χάρη στην γενναία προσφορά των αδελφών Μαρή, Παναγή και Ανδρέα Βαλλιανού το 1885. Καθώς η αρχική δωρεά των 2.500.000 δρχ. απεδείχθη ανεπαρκής, οι Βαλλιάνοι προσέφεραν στην συνέχεια άλλες 300.000 δρχ. Το 1902 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες και η Βιβλιοθήκη λειτούργησε το 1903.

Αξίζει να κλείσουμε την σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή, με τα λόγια που έγραφε από το Παρίσι ο Αδαμάντιος Κοραής: «Θέλετε να ευδοκιμήσει το σχολείον σας; Πρέπει ν’ αρχίσετε από το να καταστήσετε Βιβλιοθήκην καλήν και πλούσιαν, ανάγκη δεν είναι να κάμετε παρευθύς τοιαύτην, ανάγκη όμως είναι ν’ αρχίσετε».








ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



Ø Blanck, Horst, Το Βιβλίο στην αρχαιότητα, με 121 εικόνες και σχέδια, Αθήνα, Δημ. Ν. Παπαδήμας, 1994.

Ø Δαράκη, Πέπη, Λαϊκές βιβλιοθήκες, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 1986.

Ø Hunger, Herbert, Ο Κόσμος του βυζαντινού βιβλίου, γραφή και ανάγνωση στο Βυζάντιο, Αθήνα, Μ. Καρδαμίτσα, 1995.

Ø Σκανδάλη, Αλκμήνη Α., Περιγραφική καταλογογράφηση, κανόνες και εφαρμογές, Αθήνα, Ι. Γ. Βασιλείου, 1993.

Ø Σκεπαστιανού, Μαρία Γ., Διατήρηση τεκμηρίων βιβλιοθηκών και αρχείων, Θεσσαλονίκη, Τυποφιλία, 1998.

Δεν υπάρχουν σχόλια: