Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ


Δύο κυρίως ρεύματα σκέψης έχουν εμβαθύνει στην κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης. Το πρώτο είναι ο υπαρξισμός, που προέρχεται από την κυρίαρχη κεντρική (ατομοκεντρική) παράδοση της νεωτερικότητας. Το δεύτερο είναι η προσωποκεντρική σκέψη, που προέρχεται από την Ορθόδοξη περιφέρειά της (Ρωσία-Ελλάδα). Στόχος του πρώτου ήταν η ανάσχεση του μηδενισμού και η διάσωση του ατόμου, μέσω της ανάδειξης του τραγικού χαρακτήρα του. Για το προσωποκεντρικό ρεύμα, αντίθετα, ο μηδενισμός είναι οργανική συνέπεια του δυτικού ατομοκεντρισμού. Είναι αδύνατη η εξουδετέρωσή του χωρίς υπέρβαση του ατομοκεντρισμού, χωρίς οντολογική αναθεμελίωση. Η πρότασή του ήταν η μετάβαση από το Άτομο στο Πρόσωπο. Η προσωποκεντρική σκέψη ΄΄νομιμοποιήθηκε΄΄, ως συνομιλητής, χάρη στον Ντοστογιέφσκι. «Απ’ αυτόν (τον Ντοστογιέφσκι) θα μπορούσα να διδαχθώ», γράφει ο Νίτσε. Ο Καμύ, προλογίζοντας τη μεταφορά των ΄΄Δαιμονισμένων΄΄ του Ντοστογιέφσκι στο θέατρο, έγραφε: «Για πολύ καιρό θεωρήθηκε ο Μάρξ ως προφήτης του 20ου αιώνα. Σήμερα ξέρουμε πως ό,τι προφήτεψε έχει αφεθεί να περιμένει. Και ξέρουμε καλά ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν ο πραγματικός προφήτης … Για μένα είναι πριν απ’ όλα ο συγγραφέας, που πολύ πριν από τον Νίτσε, γνώρισε τον σύγχρονό του μηδενισμό, διασαφήνισε και προείδε τις τερατώδεις και παράφρονες συνέπειές του και ο οποίος ζήτησε να ορίζει το μήνυμα της σωτηρίας». Η αντιπαράθεση του Προσώπου στο Άτομο επανερμηνεύει την ελληνική πατερική θεολογία. Το επιχείρημα ήταν περίπου το εξής: Αν στη θέση του Ατόμου είχαμε το Πρόσωπο (το υποκείμενο που αγκαλιάζει αγαπητικά τον κόσμο) δεν θα φθάναμε στον νιχιλισμό (στον ηθικο-πολιτικό μηδενισμό). Αν το εγωιστικό άτομο είναι το υποκείμενο της ατομικιστικής κοινωνίας και το αλτρουιστικό άτομο το υποκείμενο της κολλεκτιβιστικής, το Πρόσωπο είναι το υποκείμενο ενός άλλου τρόπου κοινωνίας, του κοινοτισμού, ο οποίος υπερβαίνει την πόλωση ατομικισμού-κολλεκτιβισμού. Αν το Βυζάντιο ήταν ένας προσωποκεντρικός πολιτισμός, εξ αιτίας της κοινωνικής οντολογίας του (που δεν ήταν ούτε ατομοκεντρική ούτε κολλεκτιβιστική, αλλά προσωποκεντρική), τότε το Πρόσωπο δεν είναι απραγματοποίητο ιδανικό. Ενσάρκωση του Προσώπου είναι στο Βυζάντιο ο Άγιος.

Η κρίση του νεωτερικού ανθρώπου, ο μηδενισμός, έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια νέα πιο δυσκαταγώνιστη μορφή. Ο μηδενιστής δεν είναι πια το γραφικό νετσαγιεφικό θηρίο, που βλέπουμε στους ΄΄Δαιμονισμένους΄΄ του Ντοστογιέφσκι. Είναι ο ΄΄πολύ-πολύ-ανθρώπινος΄΄ και άκακος σαν το πρόβατο, μικροαστός. Ο μηδενιστής σήμερα ενσαρκώνεται στο αρμονικότερο ανθρωπολογικό ζευγάρι που έχει να επιδείξει η ιστορία: τον καταναλωτή και τον κυρίαρχο. Το αυθυπερβατικό δυναμικό του ανθρώπου μηδενίζεται, μέσω της μετάλλαξής του σε ακόρεστη καταναλωτική και εξουσιαστική δίψα. Η ανθρώπινη ζωή συνίσταται σε μια διαρκή διαδικασία επιλογής και λήψης αποφάσεων. Όλες οι ηθικές φιλοσοφίες που είχαν διατυπωθεί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επιδίωκαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να λάβει αυτές τις αποφάσεις, να οριοθετήσουν τον τρόπο επιλογής. Καθόριζαν τους σκοπούς, προσδιόριζαν τα κριτήρια, έθεταν τις ηθικές αξίες. Ο υπαρξισμός ήρθε να ανατρέψει αυτές τις πεποιθήσεις και να αντιτάξει την έννοια της ριζικής ελευθερίας. Καθώς για τον γαλλικό υπαρξισμό δεν υπάρχει Θεός που να συλλάβει εκ των προτέρων μια ανθρώπινη υπόσταση και να την υλοποιήσει, ο άνθρωπος ξεπετάγεται τυχαία μέσα σ’ έναν προϋπάρχοντα κόσμο και δημιουργεί τον εαυτό του μέσα από τις πράξεις του. Αυτό που είμαστε κάθε στιγμή είναι μόνο ελευθερία. Δεν υπάρχει σταθερή και a priori ανθρώπινη ουσία. Για τον υπαρξισμό, η ουσία είναι «όλα όσα η ανθρώπινη πραγματικότητα κατανοεί για τον εαυτό της σαν χαρακτηριστικά που έχουν υπάρξει». Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια της ελευθερίας τοποθετείται στην βάση της άμεσης δράσης και συνδέεται με το συναίσθημα της αγωνίας που αισθάνεται ένας άνθρωπος ερχόμενος αντιμέτωπος με μια δεδομένη κατάσταση. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ: «Η αγωνία είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας». Και ο Σάρτρ θα προσθέσει: «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν δημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του, κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί απ’ τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει». Στους ιδεολόγους της ελευθερίας έρχεται να προστεθεί και ο Νίκος Καζαντζάκης, μέσα από τα λόγια του: «Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες – ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μονάχα τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου … Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη». Η κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θέσφατων της παραδοσιακής ηθικής, με την εμφάνιση του θετικισμού του 19ου αιώνα, είχε σαν αποτέλεσμα μια διάχυτη αίσθηση έλλειψης σκοπού και νοήματος. Η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός», θα αναφωνήσει ο Νίτσε, περιγράφοντας τον υποβιβασμό των υψηλών αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο το ασκητικό ιδεώδες. Ολόκληρο το νιτσεϊκό έργο είναι μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι’ αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν είναι κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων. Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δεν σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου». Η ηθική αντιπρόταση του Νίτσε, όταν δεν βυθίζεται στη σκληρή ρητορική κριτική της χριστιανικής ηθικής, εξαγγέλλεται με τη διονυσιακή κραυγή «Θάνατος στον Θεό» και την επιστροφή σε μια νέα εποχή αθωότητας.

Ποιός είναι, όμως, αυτός ο κόσμος της ΄΄αθωότητας΄΄ που οραματίστηκε ο Νίτσε, στρέφοντας το βλέμμα μας στο σήμερα; Μήπως είναι ο επιστημονικο-τεχνολογικός λόγος της ψηφιακής τεχνολογίας; Μήπως ο θρίαμβος της τεχνιτής νοημοσύνης ή, για την ακρίβεια, της υπερνοημοσύνης; Μήπως τελικά το αίτημα της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό αναποδογυρίζεται και ο άνθρωπος αναλαμβάνει να σώσει τον Θεό δημιουργώντας τον σ’ ένα καινούριο ουρανό; Μήπως οι βασιλικοί άντρες του Πλάτωνα και ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε, λειτουργώντας ως δύο κλασικά και πασίγνωστα αρχέτυπα για τον επόμενο άνθρωπο – τον ανώτερο Άλλο – έρχονται μέσα από τις ομίχλες ενός φοβερού μέλλοντος σαν υπόσχεση μαζί και Ερινύα; Μήπως, σπάζοντας σαν τον Προμηθέα τα δεσμά της ανάγκης, της γενετικής κληρονομικότητας, του DNA, ο άνθρωπος στέκεται σαστισμένος στον βράχο του Καυκάσου, μην ξέροντας τι να κάνει τη νέα απίστευτη ελευθερία του μπροστά στα θανάσιμα ερωτήματα που γεννιούνται; Εν κατακλείδι, η ηθική οπή που αφήνει το υπαρξιστικό σύστημα δεν μπορεί να καλυφθεί δίχως να έρθει σε σύγκρουση με τις πρώτες αρχές του ίδιου του συστήματος. Διότι οποιοδήποτε ΄΄πρέπει΄΄ επιχειρήσει να μας οδηγήσει σε οποιουδήποτε είδους ατομικές ή συλλογικές δεσμεύσεις ροκανίζει τα ίδια τα θεμέλια αυτού του συστήματος. Επομένως, η έννοια της ριζικής ελευθερίας μπορεί να έχει πραγματικό νόημα μόνο αν τεθεί υπό όρους κοινωνικής απομόνωσης. Η διεκδίκηση της «αυτονομίας» και της «ελευθερίας» του ανθρώπου ανεξάρτητα από τον Θεάνθρωπο Χριστό και συχνά η αναζήτηση της «ελευθερίας» στο «Μηδέν» καταντά να είναι πλέον ελευθερία από τον άνθρωπο και όχι για τον άνθρωπο, εκφυλισμός δηλαδή, ανθρωποκτονία και αυτοκτονία του ανθρώπου. Μολονότι μέσα στην ιστορική εξέλιξη των χριστιανικών Εκκλησιών, ο φόβος του Θεού της Βίβλου επανήλθε και σκίασε την εικόνα του Θεού της αγάπης, ο διαπρεπής θεολόγος, φιλόσοφος και ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας, Kung, γράφει κατά λέξη: «Όχι, με τον Ιησού Χριστό δεν μου φανερώθηκε ένας βλοσυρός Θεός της αυθαιρεσίας και του νόμου, όπως ακόμη μπορεί κάποιος να τον βρει στην Παλαιά Διαθήκη, άλλά ένας Θεός που ως αγάπη με συναντά και με σώζει. Ένας Θεός που διαμέσου του Ιησού έχει συμμαχήσει μαζί μου, και ο οποίος δεν αξιώνει αγάπη, αλλά την δωρίζει». Ο ισχυρισμός του υπαρξισμού ότι οι θρησκείες δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα και ότι η ριζική ελευθερία του ανθρώπου μπορεί να θεμελιωθεί στα πλαίσια του πρακτικού βίου, χωρίς την έννοια του Θεού, δεν ευσταθεί όταν ακριβώς η πραγματικότητα είναι εκείνη που επιβεβαιώνει τη σταθερή πίστη σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλες τις εποχές, καθώς επίσης και την ρήση του Βολταίρου ότι η ελευθερία του ανθρώπου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου …

Δεν υπάρχουν σχόλια: