Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Ο ΄΄ΚΑΦΚΙΚΟΣ΄΄ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο « Κ Α Φ Κ Ι Κ Ο Σ » ΄΄Π Α Ρ Α Λ Ο Γ Ο Σ΄΄ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ

Έ ν α δ ι π λ ό ΄΄υ π α ρ ξ ι α κ ό θ ρ ί λ ε ρ΄΄



«Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επενεργούν πάνω μας σαν μια συμφορά, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε τόσο όσο ο θάνατος ενός ανθρώπου που αγαπάμε περισσότερο από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος - ο σκοπός ενός βιβλίου είναι να λειτουργεί σαν το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται μέσα μας», θα γράψει ο Φράντς Κάφκα σε ένα γράμμα στον φίλο του Όσκαρ Πόλακ. Ανοίγοντας μέσα από το έργο του ένα ρήγμα στον τοίχο της αληθοφάνειας, ο Κάφκα κατόρθωσε να επιλύσει ένα τεράστιο αίνιγμα και να ενώσει δύο ασύμβατους ως τότε στόχους: ήταν ο συγγραφέας που και τον πραγματικό κόσμο μπόρεσε να αντιληφθεί και στο μαγευτικό παιχνίδι της φαντασίας να επιδοθεί παράλληλα. Με άλλα λόγια, και στην ανάλυση του κόσμου να είναι «αυστηρά ακριβής» και στις παιγνιώδεις ονειροπολήσεις να εμφανίζεται «ανελεύθερα ελεύθερος».
Στη «Δίκη» ο Κάφκα περιγράφει τον αγώνα του Γιόζεφ Κ. να γλιτώσει από μια απρόσωπη και παντοδύναμη εξουσία που επιδιώκει την εξόντωσή του. Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένας ήρωας που μεταμορφώνεται χάνοντας τις ανθρώπινες ιδιότητες και τα δικαιώματά του, χωρίς αντίσταση. Χωρίς να το καταλαβαίνει δέχεται την ενοχή του, αν και ξέρει πως είναι αθώος. Πεθαίνει ΄΄σαν ένα σκυλί΄΄, όπως λέει στα τελευταία του λόγια. ΄΄Και ήταν σαν να επρόκειτο η ντροπή να μείνει και μετά το θάνατό του΄΄.
Στον «Πύργο» αποτυπώνει την αντίστροφη διαδρομή: τον αγώνα του Κ. να πλησιάσει μια εξουσία επίσης απρόσωπη και απόρθητη. Όσο δεινός όμως και αν είναι ο αγώνας του Κ. για να γίνει αποδεκτός από τον θεσμό που αντιπροσωπεύει ο Πύργος, όσες προσπάθειες και αν καταβάλλει αναζητώντας συμμάχους μέσα απ’ τους κατοίκους του χωριού, ο στόχος του μοιάζει ανέφικτος. Γραμμένος το 1922 – δύο χρόνια πριν αυτός ο εβραϊκής καταγωγής, γερμανόφωνος Τσέχος συγγραφέας αφήσει, στα 41 του μόλις χρόνια, την τελευταία του πνοή – ο «Πύργος» συνιστά την ύστατη απόπειρα του Κάφκα να μετουσιώσει σε τέχνη την αίσθηση του ανολοκλήρωτου που σημάδεψε τον βίο του. «Στον τρόπο με τον οποίο πέρασα τη ζωή μου δεν υπήρξαν πρωτοβουλίες οι οποίες να έχουν κάποιο διαρκές αποτέλεσμα», σημείωνε στο ημερολόγιό του τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, ανατρέχοντας στις σπουδές του, τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, τους ματαιωμένους έρωτές του, την ανάγκη του να ξεφύγει από την οικογενειακή εστία και την πατρική εξουσία που ασκήθηκε πάνω του ασφυκτικά Ωστόσο, όπως όλα τα εκτενή του πεζά, έτσι και ο «Πύργος» έμεινε ημιτελής. Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, με τη φροντίδα του επιστήθιου φίλου του Μαξ Μπροντ.
Στην «Μεταμόρφωση», ομοίως, δεν πρόκειται για ένα κακό όνειρο ούτε για μεταφορά. Ο ήρωας της «Μεταμορφώσεως» είναι ο ίδιος η ενσάρκωση μιας μεταφοράς. Θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του με το σώμα ενός αποκρουστικού γιγαντιαίου εντόμου, αλλά θα συνεχίσει να έχει τη σκέψη, την καλοσύνη και τις ψυχολογικές ανάγκες ενός ανθρώπου. Η «Μεταμόρφωση» είναι ένα σχετικά σύντομο διήγημα, που όμως προκαλεί πολλαπλάσιες σελίδες σκέψεων και θεωριών για τους συμβολισμούς της. Είναι από τα λιγοστά βιβλία του Κάφκα που εκδόθηκε (1915) ενώ αυτός ζούσε, και ένα βιβλίο που ο ίδιος ο συγγραφέας του το θεωρούσε από τα καλύτερα που είχε γράψει, σύμφωνα με τον βιογράφο του Μαξ Μπροντ. Παράλληλα, και ενώ ο κεντρικός ήρωας διατηρεί την ανθρώπινη σκέψη του (παρά τη νέα του εμφάνιση), στις σκηνές οικογενειακών καυγάδων όλα τα μέλη της οικογένειας μοιάζουν να «μεταμορφώνονται» σε ένα εαυτό κοντινότερο στα ένστικτά τους, είτε αυτά είναι βίαια είτε είναι αισθησιακά. Στο έργο αυτό, ο Κάφκα δεν αφορίζει το σύστημα, αλλά απλώς ασχολείται με τις συνέπειες που υφίστανται αυτοί που μένουν εκτός. Δεν υπάρχει καμιά εξήγηση και καμιά απορία για τη μεταμόρφωση του ήρωα, απλώς μελέτη των συνεπειών της. Πιθανόν, αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας είναι ότι δεν έχει σημασία το γιατί ο ήρωας απομονώνεται από το περιβάλλον του, αρκεί και μόνο το γεγονός ότι απομονώθηκε.

Προφητεία, λοιπόν, ή απλή διορατικότητα; Ματιά στο μέλλον ή απλώς συνειδητοποίηση του παρόντος; Έχουν δίκιο όσοι θεώρησαν προφητικό το έργο του Κάφκα; Ή απλώς αγνόησαν τα προμηνύματα μιας πολύπλοκης και αποξενωτικής κατάστασης, γεμάτη θεωρίες συνωμοσιολογίας και ανθρώπους αλαζόνες απέναντι σε καθετί; Ο καταναγκασμός του πολέμου αντανακλάται σε όλα τα βιβλία του, αυτός ο καταναγκασμός του οποίου το φρικτό χαρακτηριστικό είναι η διέγερση ευτυχίας και ηρωικού ζήλου που επιβάλλει στους ανθρώπους. Πολιορκημένες και ηττημένες οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες θα συνθηκολογήσουν το 1918. Δύο ιδέες – ή μάλλον δύο ψυχώσεις – κυριαρχούν στο έργο του Κάφκα. Η υποταγή είναι η πρώτη, το άπειρο είναι η δεύτερη. Σε όλα σχεδόν τα διηγήματά του εμφανίζονται ιεραρχίες και αυτές οι ιεραρχίες προστίθενται η μία πάνω στην άλλη επ’ άπειρον. Το θέμα, επίσης, της ατέρμονης καθυστέρησης εμφανίζεται στις νουβέλες του. Από την μια η διατεταγμένη σύγχρονη κοινωνία με τις γραφειοκρατίες, τις εξουσίες, τις διαπλοκές, τους γραμματείς και τους φαρισαίους, τις ιεραρχίες, τους γκρίζους νόμους. Τους νόμους, που δεν είναι πολύ γνωστοί, είναι μυστικό μιας μικρής ομάδας που μας εξουσιάζει. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτοί οι νόμοι τηρούνται ακριβώς, αλλά είναι βασανιστικό να εξουσιάζεται κανείς από νόμους που δεν τους γνωρίζει. Μια εφιαλτική υπαρκτή κωμωδία. Μια απίθανη τραγωδία. Και από την άλλη ο απαλλοτριώσιμος πολίτης, ο πολίτης χωρίς ιδιότητες, ο παγερά αδιάφορος, ο ξένος, ο μοιραίος άνθρωπος. Είναι ο άνθρωπος άτομο που καταστρέφει το ατομικό. Είναι ο μοναχικός άνθρωπος, ο εξοντωμένος από τις κοινωνικές δομές, που ψάχνει τη σωτηρία στη μακαριότητα της απάθειας. Είναι ο παρατηρητής που όσο παρατηρεί, εξατμίζεται. Η συνεχής αυτή διαπάλη φέρνει τον καθημερινό άνθρωπο στα πρόθυρα της υπαρξιακής κατάρρευσης.

Στο έργο του Κάφκα συναντάμε έναν υποβλητικό προϊδεασμό της αλλοτρίωσης του μοντέρνου ανθρώπου, έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται στη στρέβλωση της αντίληψής του για τη χρονικότητα. Εκείνο, λοιπόν, που πρωτοτυπεί στον Κάφκα είναι το βίωμα μιας διφορούμενης χρονικότητας, η οποία επιταχύνεται ενώ συνάμα καθυστερεί: επιταχύνεται δια της αγωνίας, επιβραδύνεται δια της ανίας. Αυτή η διφορούμενη χρονικότητα συμβολίζει και ταυτίζεται με την «επαμφοτερίζουσα» συμπεριφορά του ανθρώπου, τα δύο βασικά ανθρώπινα αμαρτήματα: η ανυπομονησία και η οκνηρία. Εξαιτίας της ανυπομονησίας διωχθήκαμε από τον Παράδεισο, εξαιτίας της οκνηρίας δεν επιστρέφουμε. Στα έργα του Κάφκα, όλα κυλούν αργά και σταθερά, σταθερά και βιαστικά, βιαστικά αλλά ελάχιστα. Όλα προωθούνται δίχως να προωθούνται, σχηματίζοντας, αναδρομικά, την προοπτική μιας μειούμενης προθεσμίας που δεν εκπνέει ποτέ. Αν, όμως, η Ιστορία προχωρεί σημειωτόν, αν έχει βαλτώσει κι ωστόσο κινείται αμείλικτα, αν η προσωπική περιπέτεια του καθένα αναδιπλώνεται ελικοειδώς και αεροστεγώς γύρω από το αφόρητο, αν το σύμπαν μεταβάλλεται, μολονότι, την ίδια στιγμή, ορίζεται ως τόπος της αέναου αποσόβησης του διαφορετικού, το ερώτημα δεν μπορεί παρά να τίθεται ως εξής: Τι ακριβώς αποσοβείται; Τι αναβάλλεται; Η απάντηση είναι ότι μπαίνουμε στην καρδιά του παράδοξου, διότι εκείνο που αναβάλλεται είναι η λύτρωσή μας από την ίδια την αναβολή. Αυτό υποχρεώνει τον Κάφκα να προσανατολίζει την αμφιθυμία του σε μια προβληματική του εδεμικού θέματος, στην οποία αχνοδιαγράφεται, προφητικά, η τρέλα των μεγάλων σύγχρονων ουτοπιών (τεχνολογία, κυβερνοχώρος, προσομοίωση …). Για τον Κάφκα, οι Πρωτόπλαστοι διάλεξαν και λάθος και σωστά. Λάθος από «πνευματική άποψη», σωστά αφού «δεν γινόταν διαφορετικά». Επομένως, δεν βαδίζουμε προς την Έσχατη Κρίση, αλλά έχουμε ξεκινήσει απ’ αυτήν. Ιδού το παράδοξο μιας ελεύθερης βούλησης που είναι και δεν είναι τέτοια. Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί επίσης να γίνει και μέσα στη χαρά. Ο Σίσυφος, που οι θεοί τον καταδίκασαν να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ’ όπου η πέτρα, με το βάρος, ξαναπέφτει, είναι ο παράλογος άνθρωπος, ο παράλογος ήρωας. Αν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος και επαναστατημένος, ξέρει όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση. Όταν, όμως, η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη. Είναι οι νύχτες στην Γεσθημανή. Ωστόσο ο Οιδίποδας, τυφλός και απελπισμένος, και ενώ γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο με αυτόν τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού, θα πει μεγαλόστομα: ΄΄Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γηρατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά΄΄. Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει τον τύπο της παράλογης νίκης. Όλη η βουβή χαρά του Σισύφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Ομοίως, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριό του, κάνει όλα τα είδωλα να «βουβαθούν». ΄΄Στην ήττα του, λέει ο Κίρκεγκωρ, βρίσκει το θρίαμβό του ο πιστός΄΄. Και ο Νίτσε θα συμπληρώσει, ΄΄Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η αιώνια ζωή, είναι η αιώνια ζωντάνια΄΄. Στην ανθρώπινη μοίρα, αυτό είναι κοινό σε όλες τις λογοτεχνίες, υπάρχει ένας ριζικός παραλογισμός και συγχρόνως μια τρομερή μεγαλοπρέπεια. Και τα δύο αυτά μαζί εκφράζουν τη γελοία διάσταση που χωρίζει τις ψυχικές ανατάσεις από τις φθαρτές ηδονές του σώματος. Το παράλογο είναι ακριβώς η ψυχή αυτού του σώματος που το ξεπερνά τόσο υπέρμετρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κάφκα εκφράζει την τραγωδία με το συνηθισμένο και το παράλογο με το λογικό, γίνεται ο άγρυπνος κοιμώμενος, που με το έργο του προσφέρει όλες τις δυνατότητες και, ωστόσο, δεν πιστοποιεί καμιά. Οι ήρωες αυτού του απολογητή του παράλογου πεπρωμένου του ανθρώπου δεν ανέχονται άλλο τη θεϊκή μυθολογία που διασκεδάζει και τυφλώνει, ζητάνε το πρόσωπο, το σχήμα και το δράμα της γης, όπου συνυπάρχουν μια δύσκολη σύνεση και ένα πάθος δίχως επαύριο. Το παρόν και η διαδοχή των παρόντων μπροστά από μια αδιάκοπα συνειδητή ψυχή είναι το ιδανικό του παράλογου ανθρώπου …
…………………………………………………………………………………

Το χαμηλό σπίτι στο 22 της Οδού των Αλχημιστών είναι κλειστό. Ο Κάφκα πέθανε το 1924 από φυματίωση. Η αδελφή του, Ότλα, τον Οκτώβριο του 1943 στο Άουσβιτς. Τον προηγούμενο χρόνο όταν εφαρμόστηκαν και στην Τσεχοσλοβακία οι ναζιστικοί νόμοι της Νυρεμβέργης για την δίωξη των εβραίων, ζήτησε από τον άντρα της Γιόζεφ, που δεν ήταν εβραίος, να χωρίσουν, προκειμένου να προστατευθούν τα δύο τους κορίτσια. Λέγεται ότι προτού αφήσει το σπίτι της, ο Γιόζεφ γυάλισε τα παπούτσια της και τα πέρασε στη συνέχεια με λίπος. «Τώρα είναι αδιάβροχα», είπε. Ίσως, τελικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Κάφκα έβαζε πάντοτε το ρολόι του μιάμιση ώρα μπροστά και πάντοτε το διόρθωνε η Φελίτσε, που η φυματίωσή του τον εμπόδισε να την παντρευτεί. Όλα συμβαίνουν στο μέλλον, γι’ αυτό και εμείς φθάνουμε πάντα αργοπορημένοι …

Δεν υπάρχουν σχόλια: