Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ

Ζ Ω Ρ Ζ Μ Π Ε Ρ Ν Α Ν Ο Σ


«ΕΝΑΣ ΄΄ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ΄΄»



«Το θανάσιμο άγχος της παιδικότητας, νικημένο μια πρώτη φορά, δεν έπαυσε να τον πολιορκεί ακόμη, να υπερβαίνεται, να ξανάρχεται, να ανοίγει λίγο - λίγο μπροστά στα βήματά του εσωτερικά βάραθρα, μέχρι τη μέρα που (ο Μπερνανός) μπόρεσε να καταλάβει ότι ήταν γι’ αυτόν ο δρόμος της ελπίδας»
(A. Beguin, Bernanos par lui-même, Paris, Seuil, 1954, p. 32)


«Ο επαρχιακός ιερέας του, όπως και όλοι οι άλλοι ιερείς του, δεν αποτελεί παρά την προβολή του ιερέα που ο ίδιος έφερε μέσα του: κλίση που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει παρά στην ζωή των ονείρων του, κι όχι στη ζωή που ονειρεύτηκε να ζήσει» (François Mauriac, Le Figaro littéraire, 23-29 avril, 1964).


«Το βάραθρο καταπίνει εκείνους που αποφεύγουν να το κοιτάξουν»
(Ζωρζ Μπερνανός)

«Ο Θεός δεν έχει άλλα από τα δικά μας χέρια»
(Ζωρζ Μπερνανός)
..............................................................................................................................


΄΄Όχι δεν είμαι συγγραφέας΄΄ θα πει ο Μπερνανός, αρνούμενος την ετικέτα εκείνων που ασχολούνται με ωραίες φράσεις και χτίζουν με εφευρετικότητα μια ανθρώπινη ιστορία. Με τον εμπνευσμένο προφητικό λόγο του, ο Μπερνανός ξεχωρίζει μέσα στα Γράμματα του 20ου αιώνα ως Ιππότης της Χριστιανοσύνης, ένας Ιππότης που συγκεντρώνει το συμβολικό Κώδικα Τιμής του Δον Κιχώτη, την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης, την ηθική ανωτερότητα του Μάχατμα Γκάντι το ασίγαστο πάθος του Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Μπερνανός υπήρξε ένας μεγάλος χριστιανός μυθιστοριογράφος, με τις βαθύτατες διεισδύσεις και καταδύσεις που επιχειρεί μέσα στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, πλάθοντας πρόσωπα και ανατέμνοντας συνειδήσεις και ψυχές. Είναι, ακόμα, και το ότι στους σημερινούς δύσκολους, σκληρούς καιρούς της φθοράς των αξιών, με το στέγνωμα της ανθρώπινης καρδιάς από αγάπη, και με την απουσία ή την αγνωσία του Θεού, η φωνή του Μπερνανός αποτελεί μια τραγική αλλά συνάμα και ρωμαλέα προειδοποίηση που λυτρώνει και εξυψώνει τον άνθρωπο, τον ενθαρρύνει, τον κάνει να ελπίζει και τον παρηγορεί στον καθημερινό σκληρό αγώνα που διεξάγει, να επιβιώσει σωματικά και να σώσει το πνεύμα του και την ψυχή του που απειλούνται καθημερινά από τον οδοστρωτήρα του ολοκληρωτισμού και την κυριαρχία του Σατανά. Ο Μπερνανός πιστεύει βαθιά στην πνευματική, αλλά ακόμη και στη φυσική ύπαρξη του Κακού στον κόσμο και στην τρομαχτική, την εξουθενωτική του δύναμη. Για τον Γάλλο συγγραφέα, ο Σατανάς είναι ο Πρίγκιπας του Κόσμου, αφού τον κόσμο τον έχει μέσα στα χέρια του και είναι ο βασιλιάς του. Αλλά ο Μπερνανός στέλνει στον άνθρωπο και το αισιόδοξο μήνυμα ότι, τη δύναμη για την νίκη εναντίον του Κακού, την αντλεί από μέσα του με τη θέληση, την προσευχή και την καταφυγή στο Θεό, καταστάσεις της ψυχής που φέρνει η Θεία Χάρη. Έτσι, από το Κακό κάνει ο Θεός, πολλές φορές, να βγαίνει το Καλό, καθώς από το θάνατο προήλθε η Ανάσταση και η ζωή.
Καθώς στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου κλονίζεται η πίστη του ανθρώπου – και το ρήγμα όσο πάει και βαθαίνει στα χρόνια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Πολέμου – και, παράλληλα με την παράδοση, εμφανίζονται ανανεωτικά ρεύματα, το μεγάλο δίλημμα της Πίστης θα τυραννήσει ένα μεγάλο αριθμό διανοουμένων στη Γαλλία. Η τραγωδία του Πολέμου όσο και η αλματώδης πρόοδος της Επιστήμης, αλλά και η αμφισβήτηση των Ουμανιστικών αξιών, αναζωπύρωσαν την ψυχική αγωνία του ανθρώπου. Ο Μπερνανός έζησε από κοντά αυτή τη δραματική πνευματική κρίση που συγκλόνισε την Ευρώπη. Το 1905, στα δεκαεπτά του χρόνια, ο Μπερνανός, σε επιστολή του προς τον πνευματικό του, τον αββά Λεγκράνζ, δηλώνει πως μία ζωή που γνωρίζει τη δόξα, το ωραιότερο από τα εγκόσμια, είναι κενή και άγευστη, όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται σ’ αυτήν παντοτινά και απόλυτα την παρουσία του Θεού: «Εδώ και καιρό, εξαιτίας της ασθενικής μου φύσης και των προβλημάτων που μου δημιούργησε, φοβάμαι το θάνατο και, για κακή μου τύχη, ή για καλή μου τύχη, όπως θα έλεγε ο φύλακας άγγελός μου, τον σκέφτομαι ασταμάτητα. Και την πιο μικρή αδιαθεσία να νιώσω, μου φαίνεται σαν το προανάκρουσμα της τελευταίας μου αρρώστιας που τόσο τη φοβάμαι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, με καταλαμβάνει και μια ατέλειωτη μελαγχολία [ … ]. Όταν ήμουν ακόμα μικρό παιδί και σκεφτόμουν αυτού του είδους τα πράγματα, έλεγα ότι η ζωή ήταν μεγάλη και ότι γεμίζοντάς την με κάθε είδους περιπέτεια, δόξα, φήμη και δύναμη, θα μπορούσαμε να την κάνουμε τόσο ευτυχισμένη, που θα άξιζε και λίγος πόνος στο τέλος. Ήταν παιδικά όνειρα, τώρα έχω αλλάξει γνώμη. Τη στιγμή της πρώτης μου Θείας Κοινωνίας στην Εκκλησία, κάποιο φως έλαμψε μέσα μου. Είπα τότε στον εαυτό μου ότι, δεν πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε ευτυχισμένη τη ζωή, αλλά το θάνατο. Εκείνο που θέλω να πω, είναι ότι η ζωή είναι κενή χωρίς την ευχαρίστηση που μας δίνει η ύπαρξη του Θεού μέσα της. Γι’ αυτό και μου φαίνεται ότι, για να είναι κάποιος ευτυχισμένος, πρέπει να ζει και να πεθαίνει για το Θεό, συμβάλλοντας, ο καθένας με τα μέσα του, στην Έλευση της Βασιλείας Του. Έτσι μόνο μου φαίνεται ότι θα μπορέσει κάποιος να μη φοβάται τον άθλιο θάνατο»[1]. Στα τριάντα τρία του χρόνια, το 1921, Ο Μπερνανός απαντάει σε ερωτήσεις που του θέτουν, πως η πιο σημαντική αρετή είναι η πίστη και η πιο ωραία στιγμή στη ζωή του, η πρώτη του βαθιά προσευχή. Στο σημαντικό θεατρικό του έργο, Διάλογοι Καρμελιτισσών, η Ηγουμένη λέει στην ηρωίδα: « - Κάθε προσευχή, ας είναι κι ενός μικρού βοσκού που φυλάει τα ζωντανά του, είναι η προσευχή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτή η απλότητα της ψυχής, είναι ένα χάρισμα της παιδικής ηλικίας που συχνά δεν της επιζεί. Όταν έχουμε βγει από τα παιδικά μας χρόνια, χρειάζεται να υποφέρεις πολύ καιρό για να επανέλθεις σ’ αυτά, όπως στην άκρη της νύχτας ξαναβρίσκουμε μιαν άλλη αυγή».
Ο Μπερνανός υπήρξε ένας γεννημένος πολεμιστής, μέσα από τις δύο πλευρές της πολεμικής, τη δημοσιογραφική και τη λογοτεχνική. Γεννιέται στις 20 Φεβρουαρίου του 1888 στο Παρίσι από πατέρα διακοσμητή, τον Εμίλ Μπερνανός και μητέρα, την Ερμάνς Μορώ, αγροτικής οικογένειας. Θα περάσει μια ευτυχισμένη παιδική και νεανική ηλικία σ’ ένα χωριό του Αρτουά αλλά και στο Παρίσι, όπου πηγαίνει σε γυμνάσια Καθολικών Ιερατικών Ταγμάτων, στους Ιησουίτες (1890-1901) και στο Σεμινάριο της Παναγίας των Αγρών (1901-1903). Λαμβάνει έτσι μια χριστιανική εκπαίδευση και μαθαίνει να εκτιμά την αποστολή του ιερέα στη σύγχρονη κοινωνία. Πριν ακόμη γράψει τίποτα, μαθητής κολεγίου στην περιοχή του Pas – de – Calais, μάχεται για τη μοναρχική υπόθεση, που νεότατος την συστερνίζεται, και συγκρούεται με τους δημοκρατικούς καθηγητές και συμμαθητές του. Παίρνει μέρος σε διαδηλώσεις τόσο εναντίον των ιερέων που δέχτηκαν το Δημοκρατικό Καθεστώς – μόλις τριάντα χρόνια ζωής είχε συμπληρώσει η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία που στην αρχή η πλειοψηφία των Καθολικών δεν την παραδέχονταν – όσο και εναντίον των ελευθεροφρόνων. Φοιτητής στη Σορβόννη, συνεχίζει τον ίδιο αγώνα, παίρνοντας μέρος σε μια συνομωσία για την αποκατάσταση της μοναρχίας στην Πορτογαλία. Το 1909, πριν κλείσει τα εικοσιένα του χρόνια, συλλαμβάνεται και κρατιέται στη γνωστή φυλακή, La Santé, όπου από το κελί του στέλνει το πρώτο άρθρο του σ’ ένα περιοδικό με τον εύγλωττο και, γι’ αυτόν σημαδιακό τίτλο, «Soyons Libres» (Ας Είμαστε Ελεύθεροι). Συνεργάζεται στο επίσημο όργανο των βασιλοφρόνων, L’ Action Française, και σε άλλα μοναρχικά περιοδικά, την περίοδο 1906-1913, όταν σπουδάζει στο Παρίσι Φιλολογία και Νομική. Το 1913-1914, στη Rouen, διευθύνει το εβδομαδιαίο περιοδικό, Η Εμπροσθοφυλακή της Νορμανδίας, όπου κονταροχτυπιέται με τον γνωστότατο καθηγητή και φιλόσοφο, Alain, ο οποίος, στην ίδια πόλη, υποστηρίζει σε άλλη εφημερίδα, την ιδεολογία του ριζοσπαστισμού. Στο περιοδικό αυτό δημοσιεύονται μερικά διηγήματά του που προαναγγέλνουν τη μελλοντική μυθιστορηματική του παραγωγή. Θα λάβει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914-1918. Οι συνάδελφοί του στρατιώτες, αισθάνονται έκπληξη μπροστά σε αυτό το νέο που μιλάει ατελείωτες ώρες τα βράδια με έναν αξιωματικό που είχε ρίζες στην εποχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Έκπληξη μπροστά στο νέο που δεν σταματάει να γεμίζει σχολικά τετράδια με μια ακατανόητη γι’ αυτούς γραφή. Το 1917, λίγους μήνες πριν από το τέλος του Πολέμου, παντρεύεται την Jeanne Talbert d’ Arc, απόγονο της Jeanne d’ Arc (Ιωάννας της Λωρραίνης). Το μυστήριο τελεί ο Ντομ Μπες, ένας ιερωμένος που άσκησε σημαντική πνευματική επίδραση στον Μπερνανός. Από το γάμο αυτό, θα γεννηθούν, στο διάστημα 1918-1933, έξι παιδιά.
Η λογοτεχνική του παραγωγή θα αργήσει. Θα είναι σαράντα πέντε χρονών, όταν θα εγκαινιάσει τη λογοτεχνική του δημιουργία, δημοσιεύοντας το 1925, με τρανταχτή επιτυχία, το Sous le soleil de satan (Κάτω από τον ήλιο του Σατανά). Είναι, όπως το δείχνει και ο τίτλος του, το δράμα της δαιμονικής κατοχής της σατανικής κυριαρχίας στο σύγχρονο κόσμο. Στην ουσία, ο Μπερνανός κατηγορεί έμμεσα ίσως και τους ίδιους τους ιερείς που δεν κάνουν λόγο για το Σατανά, του οποίου έτσι η παρουσία είναι σαρκική και ορατή, θυμίζοντας το λόγια του Baudelaire σχετικά με τη μεγαλύτερη ικανότητα του Διαβόλου να κάνει τους ανθρώπους να ξεχνάνε την παρουσία του. Στο μεταξύ, είχε προσωρινά σταματήσει τη δημοσιογραφική εκστρατεία του, επειδή δεν συμφωνούσε πια με την πολιτική γραμμή της Action Française. Το 1931-1932, όμως, θα γράψει στο Figaro μια σειρά από φιλολογικά και πολιτικά άρθρα, με οργισμένες επιθέσεις εναντίον των παλαιών μοναρχικών ομοϊδεατών του, Maurras, Dandet και Pujo. Και πάλι, το 1936-1937, σε σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, θα στείλει οκτώ άρθρα στο περιοδικό, Sept, προοδευτικό όργανο των Δομινικανών. Μετά από το Κάτω από τον ήλιο του Σατανά, οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Το 1927, εκδίδεται το μυθιστόρημα, L’ imposture (Η απάτη), και δύο χρόνια αργότερα, το 1929, το La joie (Η χαρά), που κερδίζει το λογοτεχνικό βραβείο, Fémina. Τα δύο αυτά βιβλία, αποτελούν, στην ουσία, ένα μυθιστόρημα. Στην Απάτη, δεσπόζει η προσωπικότητα του λόγιου ιερέα, Σενάμπρ, που, αν και έχει χάσει την πίστη του στο Θεό, συνεχίζει να εκτελεί τυπικά τα ιερατικά του καθήκοντα. Στη Χαρά, οι σελίδες της οποίας «πλέκονται με τις πιο ζοφερές ρωγμές και πρωτόφαντους κόσμους στην προσωπική μας συνείδηση»[2], δεσπόζει η νεαρή Σαντάλ, κόρη ακαδημαϊκού. Στο έργο, εμφανίζονται διάφορες προβληματικές μορφές, όπως ο μανιακός ψυχίατρος, Λα Περούζ, και ο οδηγός, Φιοντόρ, πρόσωπα που κάνουν εξαιρετικά βαρύ το κλίμα μέσα στο οποίο καλείται να ζήσει η Σαντάλ, που ο συγγραφέας την προορίζει για το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, η οποία θα εξαγοράσει μπροστά στο Θεό, την απάτη του άθεου ιερέα, Σενάμπρ. Η νεαρή κοπέλα αποτελεί την ενσάρκωση της αθωότητας και της αγιότητας. Είναι το πρόσωπο που δέχεται εκούσια να υποφέρει και να ταπεινωθεί, για να παίξει το ρόλο του σωτηριώδους αντισταθμίσματος του αμαρτήματος του Σενάμπρ. Πρόκειται για μυθιστόρημα με έντονους μεταφυσικούς τόνους, με πρωταγωνίστρια μια εξαιρετική ψυχή, σκεύος της Θείας Εκλογής, που καλείται να δοκιμαστεί και να θυσιαστεί, για να εξαγοράσει τα αμαρτήματα των άλλων. Το Μάρτιο του 1936, κυκλοφόρησε στη Γαλλία το αριστούργημα του Μπερνανός, Le Journal d’ un curé de campagne (Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου), και στις 10 Ιουλίου, έλαβε το Μεγάλο Βραβείο του Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Μπερνανός θα το ξεχωρίζει πάντοτε ανάμεσα στα έργα του, γιατί, κατ’ αυτόν, κανένα άλλο έργο του δεν έφτασε σε τέτοιο βαθμό στερεότητας, αλλά και τρυφερότητας. Ο χώρος που περιγράφει ο συγγραφέας είναι ένα ΄΄Condense΄΄, μια μικρογραφία ενός παραδοσιακού χωριού της Γαλλίας, με επικεφαλή τον πυργοδεσπότη. Ο αββάς και οι χωρικοί συμπληρώνουν την εικόνα. Σαν σαράκι, όμως, η ανία και ο θάνατος της ψυχής υποβόσκουν επικίνδυνα και απειλούν το χωριό. Ο νέος και άπειρος κληρικός αγωνίζεται απεγνωσμένα να το σώσει, όμως η φλογερή του πίστη προσκόπτει στη μετριότητα και την κακοήθεια ενός μεγάλου μέρους του ποιμνίου του. Ο ίδιος ο Μπερνανός γράφει για το βιβλίο αυτό: «Μου είναι εξαιρετικά επίπονο να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο, γιατί το αγαπώ. Γράφοντάς το, ονειρεύτηκα περισσότερο από μια φορά να το κρατήσω μόνο για μένα … Θα το άφηνα στο βάθος ενός συρταριού και θα έβγαινε από εκεί μόνο μετά το θάνατό μου. Θα χαροποιούσε τους φίλους μου. Θέλω να πω ότι, θα χαιρόμασταν μαζί – αυτοί στον κόσμο τούτο, εγώ στον άλλο, κι ο μικρός μου ιερωμένος ανάμεσα σε όλους μας, στα όρια ορατού και αοράτου – αγαπητέ εξομολόγε της χαράς μου! … Αλίμονο! Δεν μπορείς να είσαι αφέντης των βιβλίων σου, περισσότερο απ’ όσο διαφεντεύεις την ίδια τη ζωή σου»[3]. Η προτίμηση του συγγραφέα για το νέο του δημιούργημα, είναι φανερή. Ίσως, γιατί πρόκειται για το μόνο για το οποίο ποτέ δεν αμφέβαλε. Δεν διστάζει να το συγκρίνει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά του: «Ναι, μου αρέσει αυτό το βιβλίο. Μου αρέσει σαν να μην ήταν δικό μου. Τα προηγούμενα, δεν μου είχαν αρέσει. Το ΄΄Κάτω από τον ήλιο του Σατανά΄΄, είναι ένα πυροτέχνημα που ρίχτηκε μια βραδιά θύελλας μέσα στη δυνατή πνοή του ανέμου και στην καταιγίδα. ΄΄Η χαρά΄΄, δεν είναι παρά ένας ψίθυρος και το μεγαλυνάριο που τόσο περιμένεις, δεν ακούγεται πουθενά. ΄΄Η απάτη΄΄, είναι μια πετρώδης μορφή που ρίχνει όμως πραγματικά δάκρυα. Αν το βιβλίο μου αυτό παρουσιαστεί μπροστά μου την ημέρα της Κρίσης, δεν θα τολμήσω να του πω κατάμουτρα, «Δεν σε γνωρίζω», γιατί ξέρω καλά ότι έχει ένα κομμάτι από το μυστικό μου»[4]. Πολλοί είναι εκείνοι που διαβάζοντας τέτοιες εικόνες στα μυθιστορήματα του Μπερνανός, εκθείασαν τη δύναμη της πένας και τη φαντασία του Γάλλου δημιουργού. Είναι αλήθεια ότι, όπως ο Ντοστογιέφσκι, έτσι και ο Μπερνανός, προχωράει βαθιά στην ψυχική ενδοσκόπηση των ηρώων του. Έλκεται, όπως και ο μεγάλος Ρώσος, από το Καλό και το Κακό. Παιδιά αγνά ή διεφθαρμένα, ιερείς άξιοι και ανάξιοι, φονιάδες και άλλοι πολλοί, περνούν μέσα από τις σελίδες των έργων του. Αν όμως η δύναμη της φαντασίας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του Γάλλου μυθιστοριογράφου, σε πολλά έργα του η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα ξεγυμνώνεται με περίσσια ικανότητα. Έτσι, η μυθιστορηματική Τέχνη δεν αποφεύγει την ιστορική εμπειρία, αλλά εμβαθύνει σ’ αυτή, και η μελέτη της ανθρώπινης ψυχής, μετουσιώνεται σε ιστορική μαρτυρία. Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολή να χαρακτηριστεί το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, ως εικόνα που ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα στη Γαλλία του Μεσοπολέμου. Ο σοφός ιερέας, Τορσύ, που παίζει συχνά το ρόλο του πνευματικού συμβουλάτορα του νεαρού εφημέριου, τονίζει, σε κάποιο σημείο, την αύξηση της ανεργίας που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη. Η ιστορική, όμως, μαρτυρία γίνεται συγκλονιστικότερη μέσα από τις σκηνές, όπου ο συγγραφέας περιγράφει και καταγγέλλει τη διαφθορά της εκλεκτής κοινωνίας και μιας μερίδας του κλήρου. Παρουσιάζει ο Μπερνανός την εικόνα της χριστιανικής ζωής στη Γαλλία των ετών 1920-1940. Ο χριστιανισμός του κόμη, των οικείων του, αλλά και των περισσότερων ενοριών, είναι πλέον καθαρά συμβατικός μέσα στη γαλλική κοινωνία. Όταν σε μια συνομιλία της με το νεαρό ιερέα, η κόμισσα θα του πει ότι το σπίτι της είναι χριστιανικό, ο εφημέριος θα τονίσει ότι, σημασία δεν έχει αν κάποιος υποδέχεται στο σπίτι του τον Χριστό, αλλά τι τον κάνει, και θα θυμίσει ότι ο Ιησούς πήγε και στο σπίτι του Καϊάφα. Εκτός από το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, την ίδια εποχή, κυοφορείται και γράφεται και το μυθιστόρημα, La Nouvelle histoire de Mouchette (Η Νέα ιστορία της Μουσέτ), που δημοσιεύεται το 1937[5]. Πρόκειται για ένα έργο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Δεν υπάρχει, εδώ, καμιά μορφή ιερέα, καμιά αναφορά στα χριστιανικά μυστήρια, καμιά θρησκευτική απόχρωση στο χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο. Είναι η ιστορία του βιασμού ενός φτωχού δεκατετράχρονου κοριτσιού από ένα λαθροθήρα, και η περιγραφή της απόγνωσης στην οποία περιέρχεται η αθώα αυτή ύπαρξη. Απόγνωση που θα την οδηγήσει στην αυτοκτονία. Δεν είναι, ίσως, τυχαίο, ότι τον Ιούλιο του 1936, ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία. Έτσι, η φανταστική αυτή ιστορία της τραγικής Μουσέτ, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια επώδυνη κυοφορία που έχει τις ρίζες της στον πόλεμο. Ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος ομολογεί ότι άρχισε να γράφει το συγκεκριμένο έργο, βλέποντας καμιόνια γεμάτα από αθώους που πήγαιναν για εκτέλεση. Η Μουσέτ, είναι η ενσάρκωση του θύματος της άδικης βίας, η προσωποποίηση της ίδιας της αθωότητας που είναι καταδικασμένη να υποστεί μια, γεμάτη εξαθλίωση, κάθοδο στον Άδη. Ζει σ’ ένα κόσμο σκληρό, δίχως αγάπη και Θεό και, μέσα από τον βιασμό της, γνωρίζουμε την τραγικότητα και το παράλογο μιας εποχής, που οδηγεί το αθώο θύμα στην αυτοκτονία με πνιγμό, μέσα σε ένα τέλμα: « … Η λιποψυχία της Μουσέτ, την οδηγούσε στο θάνατο. Για να υπακούσει, προχώρησε λίγο περισσότερο, έρποντας, στηριζόμενη με το ένα χέρι στην όχθη. Η απλή πίεση της παλάμης της, ήταν αρκετή για να κρατιέται το σώμα της στην επιφάνεια του νερού που δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύ. Στιγμιαία, σαν κάποιο ανατριχιαστικό είδος παιχνιδιού, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω ατενίζοντας το ψηλότερο σημείο του ουρανού. Το επίβουλο νερό γλίστρησε κατά μήκος του αυχένα της, γέμισε τ’ αυτιά της μ’ ένα χαρούμενο γιορτινό μουρμουρητό. Σε μια αργή περιστροφή της μέσης της, η Μουσέτ αισθάνθηκε τη ζωή να της ξεφεύγει, ενώ στα ρουθούνια της ανέβαινε η ίδια η οσμή του τάφου»[6].
Ο Μπερνανός πιστεύει βαθιά στις παραδοσιακές αξίες, κυρίως σε εκείνη της Γης, που αποτελεί και τον ζωτικό σύνδεσμο ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο συγγραφέας, μέσα από τα έργα του, αναφέρεται στην δομή της παλαιάς γαλλικής κοινωνίας και τους κύριους αντιπροσώπους της, τον ευγενή και το χωρικό, και όλους τους συναισθηματικούς συνειρμούς της. Εμπνέεται από τη Γαλλία της παιδικής του ηλικίας, από τα πρόσωπα, τα τοπία και τα έθιμά της. Στο πλαίσιο αυτό της γαλλικής υπαίθρου, προβάλλει σιγά – σιγά, όπως φαίνεται μέσα από την αλληλογραφία του συγγραφέα, αυτό το πρόσωπο που ανήκει στην σκληροτράχηλη και καρτερική ράτσα με τις αλκοολικές καταβολές. Με το στόμα του κληρικού, ο Μπερνανός παρατηρεί με πικρία και αυστηρή ειρωνεία, ότι οι άνθρωποι του καλού κόσμου λένε ΄΄οι φτωχοί΄΄, όπως λένε ΄΄οι ταπεινοί΄΄, με το ίδιο χαμόγελο επιείκειας, ενώ θα έπρεπε να λένε ΄΄οι άρχοντες΄΄. Για τον Γάλλο μυθιστοριογράφο, ο Θεός νιώθεται με την καρδιά και όχι με το μυαλό, νιώθεται με την αγάπη. Η αγωνία, το μυστήριο του πόνου και του θανάτου, αποτελούν τον πυρήνα της κοσμοθεωρίας του. Αποδέχεται την ψυχική και τη σωματική δοκιμασία σαν εγγύηση σωτηρίας του ανθρώπου. Η εικόνα που δεσπόζει στο έργο του είναι εκείνη του Χριστού στο Όρος των Ελαιών, την ώρα που δοκιμάζεται μόνος, ενώ οι μαθητές του κοιμούνται. Η ανθρώπινη αγωνία είναι πράξη αγάπης για τον συγγραφέα. Και αυτή η πράξη πηγάζει από την ελπίδα, γιατί την απελπισία τη γνωρίζουν μόνο οι ψυχές που πιστεύουν πως τις απαρνήθηκε ο Θεός. Η αγάπη της ζωής είναι εντονότατη μέσα στα μυθιστορήματά του. Κατά τον Μπερνανός, η αρμονική σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, του επιτρέπει να πλησιάσει το Θεό, σε αντίθεση με εκείνον που περιφρονεί και μισεί τον εαυτό του. Τα έργα του Μπερνανός παρομοιάζονται με μεγάλες συμφωνίες. Με την συμφωνία του Le journal d’ un curé de campagne (Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου), ο Μπερνανός θέλησε να αφυπνίσει το παλιό καθολικό κοινό του, ώστε να πέσει γονατιστό, όπως δηλώνει και ο ίδιος. Τον Ιανουάριο του 1936, γράφει τη λέξη «τέλος» στην ιστορία του νεαρού κληρικού. Τα τελευταία λόγια του αββά, εμπνευσμένα από ένα απόφθεγμα της Αγίας Θηρεσίας της Lisieux, πριν παραδώσει το πνεύμα, προβληματίζουν έντονα: «Όλα είναι Θεία Χάρη». Ο δοκιμιογράφος, A. Béguin, μελετητής του Μπερνανός, παρατηρεί με πολλή οξυδέρκεια ότι, δεν αρκεί να λέγεται πως ο Μπερνανός είναι στη Γαλλία ο δημιουργός του ιερατικού μυθιστορήματος (Roman Sacerdotal), θα πρέπει καλύτερα να χαρακτηριστεί ως ΄΄ιερατικός μυθιστοριογράφος΄΄ (Romancier Sacerdotal), δηλαδή ένας μυθιστοριογράφος που ασκεί το λειτούργημα του ιερωμένου απέναντι στα δημιουργήματα της φαντασίας του[7]. Για τον Μπερνανός, το χάρισμα του λόγου είναι και Θεία Χάρη, γιατί η δημιουργική πράξη πηγάζει από τη φλογερή Χριστιανική Πίστη. Στον Γάλλο συγγραφέα, η λέξη Vocatus δίνει τον τόνο, γιατί «Κάθε κάλεσμα θέλει να μεταδοθεί. Ίσως να μην είναι πολλοί εκείνοι που καλώ, δεν θα αλλάξουν τίποτα στα εγκόσμια. Γι’ αυτούς, όμως, εγώ γι’ αυτούς γεννήθηκα»[8]. Ο Μπερνανός θα μπορούσε να ενταχθεί στην πνευματική κατηγορία αυτών που ο Καζαντζάκης ονομάζει ΄΄φτωχούληδες του Θεού΄΄, και στην οποία περιλαμβάνει τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης και τον Άλμπερτ Σβάϊτσερ. Το κριτήριο είναι πως «Ο Θεός έδωκε και στους δύο τούτους αδερφούς χαρούμενη καρδιά, κι επειδή τους έδωκε χαρούμενη καρδιά οδεύουν στην κορυφή του αγώνα τους, στο Θεό, χαρούμενα … Την πιο φριχτή πραγματικότητα, την αρρώστια, την πείνα, το κρύο, την αδικία, την ασκήμια, τη μετουσιώνουν σε μία πιο πραγματική πραγματικότητα, όπου φυσάει το πνέμα. Όχι το πνέμα, η αγάπη. Και στην καρδιά τους η αγάπη, όπως στις μεγάλες αυτοκρατορίες, ο ήλιος δε δύει ποτέ»[9].
Ο Μπερνανός είναι, επομένως, ο μυθιστοριογράφος της πλήρους αγωνίας που διακατέχει τον σύγχρονο άνθρωπο. Της δίνει, όμως, το Θείο Λόγο, αυτό το Λόγο που της αρνείται το σήμερα. Το ΄΄ο Θεός πέθανε΄΄ του Νίτσε έχει τον αντίκτυπό του στη θρησκευτική συνείδηση: η εικόνα του Θείου δεν μπορεί, πλέον, να είναι μία εικόνα ισχύος. Και συνάμα δεν είναι, πλέον, καθόλου βέβαιο ότι η Σωτηρία μπορεί να πραγματοποιηθεί. Με μία λέξη, η Λύτρωση γίνεται το αντικείμενο αυτό καθαυτό της αγωνίας. Αυτή η αγωνία δεν είναι μια περιπέτεια, είναι το αρχικό δεδομένο, έτσι όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, συνδέοντάς το με την παιδική του ηλικία, σαν το δεσμό όλης του της δημιουργίας. Όσον αφορά τον μυθιστοριογράφο Μπερνανός, είναι σαφές ότι το έργο του εγγράφεται αυστηρά μέσα σ’ αυτή τη δομή. Από την αρχή ως το τέλος, θέτει επί σκηνής την ιστορική αποδυνάμωση της Υπερβατικότητας, προσαρμοσμένη σε μια ίδια μορφή εσωτερικής διάσπασης. Η μοναδική διαφορά είναι ότι, ήδη από την αρχή του κάθε έργου του, η Υπερβατικότητα αποκαθίσταται, με όλα της τα προνόμια, στο πρόσωπο ενός εξαιρετικού προσώπου, ενός είδους αγίου, ήρωα του μυθιστοριογράφου. Οι δυνάμεις της αγιότητας αστράφτουν με μια υπερβολική λάμψη, υπερφυσική, την ίδια στιγμή που τονίζεται το δράμα που την διατρέχει. Ο αναγνώστης του Μπερνανός μαθαίνει να διαβάζει, μέσα στην αντίφαση, ένα κείμενο γραμμένο μέσα στην αντίφαση, και τούτο παρά την παγίδα που συνιστά αυτή η ιδιάζουσα μορφή της διήγησης του Μπερνανός. Το σύνολο αυτής της πορείας διατάσσεται γύρω από την ερώτηση του Λόγου: υπάρχει ακόμη ένας πατρικός (Θείος) λόγος για τον σημερινό άνθρωπο, ένας λόγος ικανός να δώσει ένα νόημα στο δικό του σύμπαν; Όμως, πολύ γρήγορα, φαίνεται ότι η απάντηση έχει ήδη δοθεί και συνοψίζεται στην έλλειψη πατρικού λόγου. Είναι αυτονόητο ότι αυτή την επιβεβαίωση ο Αφηγητής δεν την ενστερνίζεται, αντιθέτως, εξεγείρεται εναντίον της και θα του χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος, για να αποδεχθεί αυτό που είναι πάντως, σε συμβολικό επίπεδο, το βασικό δεδομένο της αφήγησής του. Η εγγραφή αυτού του θεμελιώδους Κενού βρίσκεται, στον Μπερνανός αλλά και σε πολλούς συγγραφείς, στο σημείο έναρξης της δράσης του γράφειν. Παράδοξη, αινιγματική, όσο προχωρεί, αυτή η εγγραφή αποκτά αναγκαστικά, στον Μπερνανός, έναν παλμό βαθύτατο, που τον αγγίζει σ’ ένα ζωτικό σημείο: την αγωνία ενώπιον του θανάτου. Όμως, αυτή η αγωνία δεν είναι μια νεύρωση περιορισμένη στον ορίζοντα του ατόμου. Συνδέει, μέσα σ’ έναν ίδιο τρόμο, τη συναίσθηση του θανάτου και την απουσία κάθε στηρίγματος. Η αγωνία του θανάτου απλώνεται, τότε, σαν απειλή και σαν σιωπή, σε όλους τους μεγάλους δημιουργούς. Δεν είναι, λοιπόν, χωρίς λόγο το ότι η μυθιστορηματική δημιουργία, για τον Μπερνανός, αρχίζει στα 1919 και τελειώνει στα 1940: αυτοί οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι μπορεί να φανούν, και, μάλιστα, με την επανάληψή τους, σαν το τραύλισμα μιας μοναδικής λέξης θανάτου, την οποία εξορκίζει μόνο η σύνθεση ωραίων ιστοριών με μηνύματα που θα φανούν στον ορίζοντα των λάκκων με τα πτώματα, παρελθόντων, παρόντων και μελλοντικών. Σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν ζωντανεύει πια καμία ανάσα, πλην κάποιας ψεύτρας, ποιά θέση μένει για τους ήρωες, φερέφωνα της εξαπατημένης επιθυμίας; Αυτό το αίτημα μιας άλλης χρονικότητας δεσπόζει πάνω στην εξέλιξη των μυθιστορηματικών μορφών. Μέσω αυτής, ακριβώς, της ρήξης με την μη-αυθεντική ιστορία των συγχρόνων τους, φθάνουν στη δική τους ιστορία.
Το αληθινό μήνυμα του Μπερνανός βρίσκεται σ΄ αυτό το σθένος. Η αληθινή διέξοδος του αγώνα του υπήρξε η αφαίρεση του προσωπείου απ’ αυτό, που ο ίδιος αποκαλούσε, ΄΄Πειρασμό της Απελπισίας΄΄, και που ήταν ο μοναδικός δαίμονας της ζωής του. Αλλά, για να του αφαιρέσει αυτό το προσωπείο, έπρεπε προηγουμένως να τον έχει διδαχθεί . Γι΄ αυτού του είδους την κατάδυση, μοναδικό βοήθημα ήταν η γραφή. Αυτή μόνη μπορούσε να οδηγήσει το μυθιστοριογράφο στην καρδιά της αγωνίας του, σ’ αυτήν την ολοσχερή και διαρκή αγωνία που αναπολεί ο μαχητής στα 1918, και που ανήκει σ’ έναν κόσμο πάνω στον οποίο λυσσομανούν όλοι οι δαίμονες του θανάτου, διότι εκεί ο θάνατος πήρε τη θέση του Θεού. Δεν υπερνικά κανείς το κακό, όταν το κοιτάζει κατά πρόσωπο; Κυρίαρχο της αρνητικότητας, το Γράμμα είναι, επίσης, κυρίαρχο της υπέρβασής της. Τέτοιο είναι, πρώτο αυτό, το μυθιστορηματικό έργο του Μπερνανός: ελπιδοφόρο, επειδή έφθασε ως το τέλος της κραυγής του.
Όλο το μυθιστορηματικό έργο του Μπερνανός διακατέχεται από την έννοια αυτής της βίαιης διείσδυσης προς μια διέξοδο, την οποία το σήμερα δεν γνωρίζει, και της οποίας εντούτοις χρόνος είναι ο ορίζοντας. Η αγάπη, η ταπείνωση, η προσφορά, η μυστική τους συγκίνηση, πλέκουν την άγια συνείδηση η οποία διαπορθμεύει στο χωρόχρονο τα μυστικά της νέας γνώσης, η οποία είναι πια πνευματοφόρος. Όλες οι αρετές συγκλίνουν προς την αγιότητα. Έχουν παρθενική αφετηρία η οποία ανακαινίζει κάθε στιγμή το θαύμα της Θείας οδύνης και καθίστανται ιστορικές, θετικές πια μαρτυρίες της γνωστικής συνείδησης. Το μήνυμα στο έργο του Μπερνανός, χωρίς να είναι οπτιμιστικό, είναι ελπιδοφόρο, γιατί στηρίζεται στη βαθιά και χωρίς αυταπάτες βίωση του πραγματικού. Στον Μπερνανός, ο θρησκευτικός παλμός δεν καταργείται, ούτε αφαιρείται. Διαστρέφεται μόνο και ειδωλοποιείται, σε σημείο που το ανθρώπινο χάνει τη Θεία ενότητά του, γίνεται αγνώριστο. Απομένει η μικρή πλειοψηφία των πιστών, των αγωνιζομένων, των ανθρώπων που, σαν μικρά παιδιά, εμπιστεύονται την ύπαρξή τους στη Θεία συγκατάβαση, στη Θεία θυσία για την εξαγορά τους. Φως των οφθαλμών τους είναι το χριστιανικό έλεος, το οποίο ξανοίγεται πανανθρώπινα με την προσφορά και παρουσία της Παρθένου, έτσι όπως Εκείνη περιγράφεται από τον συγγραφέα στο έργο του, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου: «Η Παρθένος είναι η αθωότητα. Καταλαβαίνεις τι είμαστε γι’ αυτή εμείς οι άλλοι, η ανθρώπινη φυλή; Ω! Φυσικά, μισεί την αμαρτία, αλλά, στο τέλος, δεν έχει καμιά εμπειρία της, αυτή την εμπειρία της, αυτή την εμπειρία που δεν έλειψε στους μεγάλους αγίους … Το βλέμμα της Παρθένου είναι το μόνο πραγματικά παιδικό βλέμμα, το μόνο βλέμμα παιδιού που δεν εξεγέρθηκε ενάντια στην ντροπή και τη δυστυχία μας. Ναι, μικρέ μου, για να την παρακαλέσεις σωστά, πρέπει να αισθανθείς μέσα σου αυτό το βλέμμα που δεν είναι εντελώς βλέμμα επιείκειας – γιατί η επιείκεια δεν προχωρεί χωρίς κάποια πικρή εμπειρία – αλλά της τρυφερής συμπάθειας, της γεμάτης πόνο έκπληξης και κανένας δεν ξέρει ποιου αισθήματος ακόμη, ασύλληπτου, ανέκφραστου που την κάνει πιο νέα απ’ τη φυλή απ’ την οποία κατάγεται και πιο πολύ από Μητέρα Χάρης, Μητέρα των Χαρίτων, η πιο μικρή αδελφή του ανθρώπινου γένους».[10]
Με τέτοιο βλέμμα ο Μπερνανός αντικρίζει τελικά τον κόσμο και τη συνείδηση των ανθρώπων. Μπροστά στην εμπειρία του καλού, της συγκεκριμένης άγιας συνείδησης, το κακό συντρίβεται εσωτερικά, είναι ανίκανο να προσφέρει κάτι το θετικό. Η εμπειρία του καλού αντίθετα, σαρκωμένη στα πρόσωπα των λιγοστών αγίων, προσφέρει στην πανανθρώπινη συνείδηση την επίγνωση του μυστηρίου, ξανοίγει τους μυστικούς κρουνούς της ύπαρξης στη δοξολογική μετοχή της Θείας δόξας. Ο Μπερνανός προσπάθησε να εξηγήσει, να φωτίσει την ανθρώπινη συνείδηση, βασισμένος στα θρησκευτικά του βιώματα και ιδιαίτερα στον κόσμο της πίστης, της χριστιανικής πίστης. Γνήσιο τέκνο της καθολικής ευσέβειας και πνευματικότητας, αγάπησε τον άνθρωπο και αγωνίστηκε να τον βοηθήσει να ανοίξει τις παρακλητικές πύλες του ελέους. Εκεί μόνο το ανθρώπινο καταξιώνεται και η φιλοσοφία γίνεται αγάπη του Κάλλους.




«Ό,τι δικό μας αφήνουμε στο μέλλον […] δεν είναι παρά η τραγική και αιματηρή ιστορία των διαδοχικών μας απογοητεύσεων που υπερνικήσαμε υπομονετικά. Τι σημασία έχει; … Αν ολοκληρώσουμε την προσπάθειά μας, αυτοί, για τους οποίους γεννηθήκαμε και οι οποίοι δεν υπάρχουν ακόμα, θα αντλήσουν τις βεβαιότητές τους από τις αμφιβολίες μας, διότι απ’ αυτόν τον πειρασμό της απελπισίας, που αποτελεί το υφάδι της ζωής μας, θα αναβλύσει με τον καιρό μια νέα πηγή ελπίδας»
( Γράμμα του Μπερνανός στον Σ. Μικαέλις, 17 Οκτ. 1937 )




ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ


- 1888 Γεννιέται στις 20 Φεβρουαρίου του 1888 στο Παρίσι από πατέρα διακοσμητή, τον Εμίλ Μπερνανός και μητέρα, την Ερμάνς Μορώ, αγροτικής οικογένειας. Θα περάσει μια ευτυχισμένη παιδική και νεανική ηλικία σ’ ένα χωριό του Αρτουά αλλά και στο Παρίσι.

- 1890-1901 Φοιτά σε γυμνάσια Καθολικών Ιερατικών Ταγμάτων, στους Ιησουίτες.

- 1901-1903 Ακολουθεί φοίτηση στο Σεμινάριο της Παναγίας των Αγρών. Λαμβάνει έτσι μια χριστιανική εκπαίδευση και μαθαίνει να εκτιμά την αποστολή του ιερέα στη σύγχρονη κοινωνία. Πριν ακόμη γράψει τίποτα, μαθητής κολεγίου στην περιοχή του Pas – de – Calais, μάχεται για τη μοναρχική υπόθεση, που νεότατος την συστερνίζεται, και συγκρούεται με τους δημοκρατικούς καθηγητές και συμμαθητές του.
- 1909 Πριν κλείσει τα εικοσιένα του χρόνια, συλλαμβάνεται και κρατιέται στη γνωστή φυλακή, La Santé, όπου από το κελί του στέλνει το πρώτο άρθρο του σ’ ένα περιοδικό με τον εύγλωττο και, γι’ αυτόν σημαδιακό τίτλο, «Soyons Libres» (Ας Είμαστε Ελεύθεροι).

- 1906-1913 Συνεργάζεται στο επίσημο όργανο των βασιλοφρόνων, L’ Action Française, και σε άλλα μοναρχικά περιοδικά, όταν σπουδάζει στο Παρίσι Φιλολογία και Νομική.

- 1913-1914 Στη Rouen, διευθύνει το εβδομαδιαίο περιοδικό, Η Εμπροσθοφυλακή της Νορμανδίας, όπου κονταροχτυπιέται με τον γνωστότατο καθηγητή και φιλόσοφο, Alain, ο οποίος, στην ίδια πόλη, υποστηρίζει σε άλλη εφημερίδα, την ιδεολογία του ριζοσπαστισμού. Στο περιοδικό αυτό δημοσιεύονται μερικά διηγήματά του που προαναγγέλνουν τη μελλοντική μυθιστορηματική του παραγωγή.

- 1914-1918 Θα λάβει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

- 1917 Λίγους μήνες πριν από το τέλος του Πολέμου, παντρεύεται την Jeanne Talbert d’ Arc, απόγονο της Jeanne d’ Arc (Ιωάννας της Λωρραίνης). Το μυστήριο τελεί ο Ντομ Μπες, ένας ιερωμένος που άσκησε σημαντική πνευματική επίδραση στον Μπερνανός.

- 1918-1933 Από το γάμο του, θα γεννηθούν, το διάστημα αυτό, έξι παιδιά.

- 1925 Θα είναι σαράντα πέντε χρονών, όταν θα εγκαινιάσει τη λογοτεχνική του δημιουργία, με τρανταχτή επιτυχία, το Sous le soleil de satan (Κάτω από τον ήλιο του Σατανά). Είναι, όπως το δείχνει και ο τίτλος του, το δράμα της δαιμονικής κατοχής της σατανικής κυριαρχίας στο σύγχρονο κόσμο.

- 1927 Εκδίδεται το μυθιστόρημα, L’ imposture (Η απάτη).

- 1929 Εκδίδεται το μυθιστόρημα, La joie (Η χαρά), που κερδίζει το λογοτεχνικό βραβείο, Fémina.

- 1931 Η πρώτη εμφάνισή του, ως μεγάλου δημιουργού, γίνεται με το La grande peur des bien-pensants (Ο μεγάλος φόβος των ορθοφρονούντων), όπου με την ειρωνική αυτή ονομασία εννοεί τους συντηρητικούς Καθολικούς αστούς.

- 1931-1932 Θα γράψει στο Figaro, την περίοδο αυτή, μια σειρά από φιλολογικά και πολιτικά άρθρα, με οργισμένες επιθέσεις εναντίον των παλαιών μοναρχικών ομοϊδεατών του, Maurras, Dandet και Pujo.

- 1933 Μένει ανάπηρος και στα δυο πόδια, ύστερα από μοτοσυκλετιστικό ατύχημα.

- 1934 Ο συνεχώς περιπλανώμενος Μπερνανός, από το 1934 κατοικεί στη Μαγιόρκα, το πιο μεγάλο νησί των Ισπανικών Βαλεαρίδων, και βρίσκεται έτσι στην πρώτη γραμμή, για να παρακολουθήσει από κοντά την ανταρσία του Φράγκο.

- 1936 Ξεσπά ο εμφύλιος Πόλεμος της Ισπανίας.

- 1936 Το Μάρτιο του 1936, κυκλοφορεί στη Γαλλία το αριστούργημά του, Le Journal d’ un curé de campagne (Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου), και στις 10 Ιουλίου, λαμβάνει το Μεγάλο Βραβείο του Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Μπερνανός θα το ξεχωρίζει πάντοτε ανάμεσα στα έργα του, γιατί, κατ’ αυτόν, κανένα άλλο έργο του δεν έφτασε σε τέτοιο βαθμό στερεότητας, αλλά και τρυφερότητας.

- 1936-1937 Σε σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, θα στείλει οκτώ άρθρα στο περιοδικό, Sept, προοδευτικό όργανο των Δομινικανών.

- 1937 Δημοσιεύεται το μυθιστόρημα, La Nouvelle histoire de Mouchette (Η Νέα ιστορία της Μουσέτ).

- 1938 Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τον Μπερνανός στην Βραζιλία.

- 1938 Δημοσιεύεται το δεύτερο μεγάλο και πολύκροτο πολεμικό του έργο, Les grands cimetières sous la lune (Τα μεγάλα κοιμητήρια κάτω από το φεγγάρι – 1938), που θα φέρει τη μαρτυρία και διαμαρτυρία του ώριμου πια αγωνιστή απέναντι στο ιστορικό συμβάν του εμφυλίου Ισπανικού Πολέμου.

- 1940 Αρχίζει μια δημοσιογραφική και ραδιοφωνική καμπάνια εναντίον των Ναζί και του Καθεστώτος του Βισύ, που θα τη συνεχίσει αδιάλειπτα ως την απελευθέρωση.

- 1940 Θα γράψει σε ένα τηλεγράφημά του, για την Ελληνική Νίκη στη Αλβανία: «Κάθε συνειδητός Γάλλος αισθάνεται βαθιά έναν υιϊκό θαυμασμό για την παλιά πατρίδα όλων των ελεύθερων ανθρώπων και τιμάει με θρησκευτική ευλάβεια τον ηρωισμό των στρατιωτών της Ελλάδας και την καρτερία των μαρτύρων της».

- 1945 Εγκαταλείπει την Βραζιλία και επιστρέφει, μετά από την επτάχρονη εξορία του, στο Παρίσι.

- 1945 Μετά τον πόλεμο, θα παρουσιάσει στη Βραζιλία το La France contre les robots.

- 1947 Καινούρια και τελευταία απόδραση στην Τυνησία, όπου εξακολουθεί μερικούς μήνες τη γραπτή και προφορική του δράση, πριν πέσει οριστικά στο κρεβάτι της αρρώστιας στο Gabes και του μοιραίου νοσοκομείου του Neuilly.

- 1948 Αφήνει την τελευταία του πνοή, στις 5 Ιουλίου του 1948.





ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ


Α. ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΟ


Madame Dargent. Revue hebdomadaire, 1922. Cahiers libres, 1928. Plon (στο Dialogue d' Ombres), 1955.
Sous le Soleil de Satan. Plon, 1926.
L’ Imposture. Plon, 1927.
Une Nuit. Revue hebdomadaire, 1928. Cité des Livres, 1928. Plon (στο Dialogue d’ Ombres), 1955.
Dialogue d’ Ombres. Cité des Livres, 1928. Plon, 1955.
La Joie. Revue universelle, 1928. Plon, 1929. Club du meilleur livre, 1954 (édition critique établie par Albert Béguin).
Un Crime. Plon, 1935.
Journal d’ un curé de campagne. Revue hebdomadaire, 1935-1936. Plon, 1936. Le livre de poche, 1964.
Nouvelle Histoire de Mouchette. Plon, 1937.
Monsieur Ouine. Rio de Janeiro, Atlantica, 1943. Plon, 1946. Club des libraires de France, 1955 (édition critique établie par Albert Béguin).
Un Mauvais Rêve. Plon, 1950 (édition courante et édition critique! établie par Albert Béguin).
Oeuvres romanesques [texte imprimé], Dialogues des Carmélites («Bibliothèque de la Pléiade» 155), préface par Gaëtan Picon, texte et variantes établis par Albert Béguin, notes par Michel Estève, [Nouvelle éd.], [Paris], Gallimard, 1974.



Β. ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ


Dialogues des Carmélites. Éditions du Seuil, 1949.


Γ. ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ


Saint Dominique. Revue universelle, 1926. Éditions de la Tour d’ Ivoire, 1927. Gallimard, 1939.
Jeanne, relapse et sainte. Revue hebdomadaire, 1929. Plon, 1934.



Δ. ΜΑΧΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


La Grande Peur des Bien-Pensants. Grasset, 1931.
Les Grands Cimetières sous la lune. Plon, 1938.
Scandale de la Vérité. Gallimard, 1939.
Nous autres, Français. Gallimard, 1939.
Lettre aux Anglais. Rio de Janeiro, Atlantica, 1942. Alger et Genève, 1944. Gallimard, 1946.
La France contre les Robots. Rio de Janeiro, 1944. Laffont, 1947. Club français du livre (édition critique établie par Albert Béguin), 1955.
Les Enfants humiliés. Gallimard, 1949.



Ε. ΑΡΘΡΑ, ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ, ΔΙΑΦΟΡΑ


Correspondance, selected A. Béguin, presented by Jean Murray, O.P., v.1 (1904-1934) ; v.2, (1934-1948). Paris, Plon, 1971.
Écrits de combat. Beyrouth, 1942-1944.
Le Chemin de la Croix-des-Âmes. Rio de Janeiro, 1943-1945 (4 vol.). Gallimard, 1948. (Recueil d’ articles publiés au Brésil.).
Réflexions sur le cas de conscience français. Alger, Éditions de la revue Fontaine, 1945. (Texte d’ une conférence prononcée à Rio.)
Dans l’ amitié de Léon Bloy, στο Présence de Bernanos, Plon, 1947.
Autobiographie. La Nef, 1948.
La Liberté pour quoi faire? Gallimard, 1953. (Recueil de conférences faites en 1946-1947.).
Frère Martin (fragment d’ un essai sur Luther). Esprit, octobre 1951.
Vie de Jésus (fragment), στο Bernanos par lui-même, Seuil, 1952.
La poésie, «écho de la plainte humaine répercuté par les cieux». Actualité religieuse dans le monde, 1er janvier 1954.
Le Crépuscule des Vieux. Gallimard, 1956. (Recueil d’ articles, de conférences et d’ inédits écrits entre 1909 et 1939.).
Français, si vous saviez… Gallimard, 1961. (Recueil d’ articles écrits entre 1945 et 1948).




ΜΕΛΕΤΕΣ & ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ
ΖΩΡΖ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ


- Μακρής, Νίκος, Μεταφυσική του πνεύματος της παιδικότητας, με αφετηρία κείμενα των Ρουσσώ και Μπερνανός, Αθήνα, Εκδόσεις «Δωδώνη», 1983.
- Μακρής, Νίκος, Ντοστογιέφσκυ και Μπερνανός, Αθήνα, Εκδόσεις «Αιγαίο», [χ.χ.].
- Σεμερτζίδου, Ελένη Β., Η λογοτεχνική μορφή και ο ρόλος του εφημέριου, στο έργο του Γάλλου Συγγραφέα, Ζωρζ Μπερνανός (1888-1948) [Διδακτορική Διατριβή – Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας, 2006].
- Bernanos, Georges, Η Χαρά, μτφρ. και προλ. Νίκου Μακρή, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1984.
- Bernanos, Georges, Κάτω από τον ήλιο του Σατανά, μτφρ. Πωλίνα Λάμψα, Αθήνα, Ροές / Λογοτεχνία, 1987.
- Bernanos, Georges, Ένα κατατρεγμένο κορίτσι, Αθήνα, Εκδόσεις «Συντροφιά», [χ.χ.].
- Bernanos, Georges, Ημερολόγιο επαρχιακού εφημέριου, μτφρ. και εισαγ. Ελένη Β. Σεμερτζίδου, Κέρκυρα (Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας), 2006 [Η μετάφραση εκπονήθηκε στα πλαίσια της Διδακτορικής Διατριβής της μεταφράστριας στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου].



ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΜΠΕΡΝΑΝΟΣ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ


- «Το Δέντρο» (τεύχος 40, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1988).
- «Νέα Εστία» (τεύχος 1468, 1η Σεπτεμβρίου 1988).
- «Φηγός» (Νο 5, Ιωάννινα, Φθινόπωρο 1998 – Χειμώνας 1999).







[1] A. Béguin, Bernanos par lui-même, Paris, Seuil, 1954, pp. 31-32.
[2] Σελ. 7-8 του Προλόγου του Νίκου Μακρή στη δική του μετάφραση του μυθιστορήματος (Η χαρά, Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1984).
[3] A. Béguin, ό.π., p. 173.
[4] Στο ίδιο, p. 173.
[5] Ας σημειωθεί ότι, μετά Το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, και Η Νέα ιστορία της Μουσέτ, μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο από το σκηνοθέτη Robert Bresson (1967).
[6] G. Bernanos, «Nouvelle histoire de Mouchette» στο Oeuvres romanesques Dialogues des Carmélites («Bibliothèque de la Pléiade» 155), [Paris], Gallimard, 1974, p. 1345.
[7] A. Beguin, ό.π., p. 77.
[8] Πρόλογος στο έργο του Μπερνανός, Les grands cimetières sous la lune.
[9] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Ελ. Καζαντζάκη, 1971, σ. 462-463.
[10] Journal d’ un curé de campagne, Plon, 1936, p. 128, 129.

Δεν υπάρχουν σχόλια: