Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

«ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ( ΄΄HYPERLITERATURE΄΄)

Ένας επιτάφιος θρήνος για τη λογοτεχνία;


Πεθαίνουν τα βιβλία; Ακούμε τον ρόγχο τους καθώς ξεφυλλίζουμε τις σελίδες τους; Και εάν αυτό συμβαίνει, τι προκαλεί τον θάνατό τους, πέρα από τον χρόνο που τα φθείρει και τα εξαλείφει; Ο Άλβιν Κίρναν, Καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, σε μια προκλητική μελέτη του με τίτλο «Ο θάνατος της λογοτεχνίας» γράφει πως η λογοτεχνία είναι νεκρή ή στην καλύτερη περίπτωση αργοπεθαίνει στην εποχή του ψηφιακού πολιτισμού. Όπως διαπιστώνει ο ίδιος: «η λογοτεχνία χάνει τη θέση της στο δέντρο της γνώσης και συνεπώς κινδυνεύει να διαλυθεί στον κοινωνικό χώρο. Στη θέση της, οι άνθρωποι αρχίζουν προφανώς να βλέπουν τις ΄΄επικοινωνίες΄΄, ένα αντικείμενο με εξίσου πρακτικές και θεωρητικές διαστάσεις και αξιοσημείωτη χρησιμότητα, μια χρησιμότητα που η λογοτεχνία αδυνατεί να παράσχει πλέον». Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 ο Μαρσαλ Μακλιούαν έγραψε το βιβλίο «Ο γαλαξίας του Γουτεμβέργιου», όπου ανακοίνωνε ότι ο γραμμικός τρόπος σκέψης που γεννήθηκε με την επινόηση του τύπου επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα πιο σφαιρικό τρόπο αντίληψης και σκέψης μέσα από τις εικόνες της τηλεόρασης ή μέσα από άλλους τύπους ηλεκτρονικών μηχανισμών. Αν όχι ο Μακλιούαν, σίγουρα πολλοί από τους αναγνώστες του στρέφουν το δάχτυλο πρώτα στη Δισκοθήκη του Μανχάταν και έπειτα σε ένα τυπωμένο βιβλίο και λένε: «Αυτή θα σε σκοτώσει».

Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας χρειάστηκαν ένα ορισμένο χρόνο για να αποδεχθούν την ιδέα ότι η ανάπτυξη του πολιτισμού μας προσανατολιζόταν προς τις εικόνες, πράγμα που συνεπαγόταν μια παρακμή της λογοτεχνίας. Σήμερα αυτή είναι μια ιδέα που θεωρείται δεδομένη από κάθε εβδομαδιαία εφημερίδα. Αυτό που είναι παράξενο είναι ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας άρχισαν να αναγγέλλουν την παρακμή της λογοτεχνίας και την ανατρεπτική δύναμη των εικόνων, ακριβώς όταν εμφανίστηκε στην παγκόσμια σκηνή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Ο Σβεν Μπίρκερτς, ένας καταξιωμένος κριτικός λογοτεχνίας, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, με τίτλο «Η ηλεκτρονική χιλιετία», μάς ξεναγεί στο μέλλον, επιδιώκοντας να δείξει αυτό που είναι το ζητούμενο: ότι η μετάβαση από το έντυπο στο ηλεκτρονικό μέσο σημαίνει την ύφανση εξαρχής ολόκληρου του κοινωνικού και πολιτιστικού ιστού. Σημαίνει ίσως «μια συλλογική αλλαγή της ευαισθησίας». Σημαίνει ακόμη μια «γλωσσική διάβρωση». Επίσης τον «μαρασμό της εσωτερικής υπόστασης». Οπωσδήποτε, οι απόψεις του Μπίρκερτς, οι οποίες τώρα υποστηρίζονται από μια σειρά παρόμοιους προβληματισμούς που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και επιστημονικά έντυπα τα τελευταία χρόνια, δεν είναι καινοφανείς. Ο Μπίρκερτς προφητεύει, ως άλλη Κασσάνδρα, ένα δυσοίωνο μέλλον, παρ’ ότι ο μόνος βέβαιος κίνδυνος είναι ότι απειλείται η σχέση μας με τον γραπτό λόγο όπως τη γνωρίζαμε μέχρι πρότινος. «Οι γενιές που έρχονται τώρα» γράφει σε κάποιο σημείο «αναθρεμμένες με μουσική και οπτικά μέσα, έχουν αντιδράσεις και συνδυαστικές ικανότητες που είναι καινούριες. Ερμηνεύουν πράξεις πολύστροφων γνωσιολογικών ταχυδακτυλουργιών που αφήνουν τους πρεσβύτερούς τους άναυδους. Όπως πιστοποιεί η Camille Paglia: ΄΄Η μεταπολεμική γενιά έχει μια πολυεπίπεδη, πολύστροφη ικανότητα να αντιμετωπίζει τον κόσμο΄΄. Αυτή η ικανότητα είναι τίποτε άλλο από μια καινούρια εξελικτική δεινότητα, μια αντανακλαστική κίνηση στην αλλαγή των περιβαλλοντικών συνθηκών; Από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι σε μακροπρόθεσμη βάση δεν είναι καλό προμήνυμα για ορισμένα είδη πειθαρχημένης ή βαθιάς ανάγνωσης». Και, για τον Μπίρκερτς, η ανάγνωση είναι μέτρο των πάντων: της συνείδησής μας, των αντιδράσεών μας, του τρόπου ζωής μας, του πολιτισμού μας.

Μα υπάρχει «ηλεκτρονική λογοτεχνία»; Κυκλοφορεί η Τέχνη στα καλώδια; Τι είναι επιτέλους η περιλάλητη «hyperliterature»; Η λογοτεχνία, λέει ο Κλάουντιο Μάγκρις, χρησιμεύει στο να υποδεικνύει το νόημα της ζωής εκφράζοντας αξίες με τρόπο έμμεσο, υπόγειο. Η λογοτεχνία δεν κάνει κηρύγματα, δεν έχει τίποτα να διδάξει με άμεσο τρόπο, είναι σε θέση όμως να δείξει, απεικονίζοντας τη ζωή, τι είναι το καλό και το κακό, η γενναιοδωρία και η ευτέλεια, ο έρωτας και το μίσος στην ύπαρξη των ανθρώπων. Με τον τρόπο αυτό επιτελεί, χωρίς να το θέλει, μια μοναδική λειτουργία: μας βοηθά να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και, ενίοτε, να ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας. Αναμφίβολα ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Η εποχή της τυπογραφίας παραχωρεί τη θέση της – όχι χωρίς αντιστάσεις – στην ηλεκτρονική εποχή. Η λογοτεχνία αντιμετωπίζει την πρόκληση του διαδικτύου. Νέα δεδομένα προκύπτουν, δεδομένα που μεταβάλλουν τη σχέση συγγραφέα – εκδότη – αναγνωστικού κοινού. Και οι νόμοι της αγοράς λειτουργούν αμείλικτοι, με την ακρίβεια και αυστηρότητα των πανάρχαιων νόμων, στην επερχόμενη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας. Ο Roland Barthes ήδη από το 1968 είχε μιλήσει για το θάνατο του συγγραφέα. Τον πρώτο ρόλο πλέον τον κατείχε ο αναγνώστης. Μήπως όμως και ο αναγνώστης μετατρέπεται σιγά σιγά σε είδος προς εξαφάνιση; Μελέτες που έχουν γίνει για τη σύνθεση του αναγνωστικού κοινού καταγράφουν μια φθίνουσα τάση. Ο Alvin Kernan με τη σειρά του έρχεται να επιτείνει τη μελαγχολία μας μιλώντας για το τέλος της ανάγνωσης. Η πανελλήνια έρευνα για την αναγνωστική συμπεριφορά των Ελλήνων περιορίζει το ποσοστό των συστηματικών αναγνωστών (δηλαδή αυτών που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία το χρόνο) στο 8.5%. Άραγε η ψηφιοποίηση των κειμένων μπορεί να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για την ανάγνωση σε έναν πολιτισμό ο οποίος βασίζεται στο θέαμα; Μπορούμε να μιλήσουμε για την ανάδυση ενός νέου είδους λογοτεχνίας, της ηλεκτρονικής;


Η ψηφιοποίηση παρέχει στο συγγραφέα τη δυνατότητα αφενός να συνεργαστεί εύκολα και γρήγορα με απομακρυσμένους συνεργάτες, αφετέρου να διαδώσει τα κείμενά του μέσω του διαδικτύου σε όλο τον κόσμο μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Και αυτά σε μεγάλο βαθμό συμβαίνουν, έστω και εάν οι τελικοί αποδέκτες, δηλαδή το αναγνωστικό κοινό, δεν αντιλαμβάνονται τις διαδικασίες που έχουν προηγηθεί πριν το τελικό προϊόν φθάσει στα χέρια τους. Η ψηφιακή εποχή έρχεται να μετασχηματίσει τον τρόπο πρόσληψης του γραπτού λόγου, καθώς μεγάλο μέρος της ανάγνωσης πραγματοποιείται μέσα από τις οθόνες και πολλά κείμενα διακινούνται μέσα από το διαδίκτυο. Διαφέρει ένα ηλεκτρονικό κείμενο από το παραδοσιακό; Σε πολλά. Αυτή η διαφοροποίηση επηρεάζει την αναγνωστική μας συμπεριφορά; Σε ακόμα περισσότερα. Οι σημερινοί αναγνώστες είναι εθισμένοι στο τηλεοπτικό ζάπινγκ και απαιτούν υψηλότερη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με το λογοτεχνικό κείμενο, όπως ακριβώς λίγους αιώνες πριν οι πρόγονοί μας προσδοκούσαν φθηνότερα βιβλία. Σε αυτή την ανάγκη έρχεται να απαντήσει η ηλεκτρονική λογοτεχνία. Οι λογοτέχνες θέλησαν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η τεχνολογία. Έτσι, προέκυψαν τα λογοτεχνικά ΄΄υπερκείμενα΄΄. Ο όρος ΄΄υπερκείμενο΄΄ δημιουργήθηκε από τον Theodor Nelson στη δεκαετία του ’60 για να περιγράψει ένα είδος ηλεκτρονικού κειμένου, το οποίο διαβάζουμε στην οθόνη του υπολογιστή και είναι ριζικά διαφορετικό από τον έντυπο λόγο: δεν έχει ιεραρχημένη δομή. Είναι ουσιαστικά ένα πολυεπίπεδο κείμενο που προσκαλεί την αλληλεπίδραση με τον αναγνώστη, καθώς η δομή του είναι τέτοια που επιτρέπει ανάγνωση πολλαπλών διαδρομών. Σταθμός θεωρείται το έργο του Michael Joyce «Afternoon», το οποίο γεννήθηκε το 1987 και συνεχίζει να πωλείται σε μορφή ψηφιακού δίσκου. Ο αναγνώστης κινείται ουσιαστικά μέσα στο κείμενο, μια που δεν υπάρχει καθορισμένη γραμμική αφηγηματική πορεία. Περιλαμβάνει 539 αποσπάσματα και 951 ΄΄υπερδεσμούς΄΄. Ο αναγνώστης ΄΄πλοηγείται΄΄ μέσα στο κείμενο απαντώντας σε ερωτήσεις ΄΄ναι / όχι΄΄, συμπληρώνοντας ΄΄λέξεις – κλειδιά΄΄, και η ιστορία ξεδιπλώνεται ανάλογα με τη διαδρομή που χαράσσει ο αναγνώστης. Εναλλάσσονται και οι αφηγητές. Ένα κείμενο δίχως αρχή και δίχως τέλος; Μήπως έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα μεταμοντέρνο αστείο;

Οι πολέμιοι των καινοτομιών δεν άργησαν να ξεσπαθώσουν. Η κατακλυσμιαία εισβολή των ηλεκτρονικών δεδομένων στην καθημερινότητά μας σταδιακά καταργεί το κούρνιασμα στην πολυθρόνα, την παράδοση σε έναν βαθύ, εσωτερικό χρόνο, βαρύ από προσδοκίες. Καταργεί ακόμη και την καταβύθιση στο περιπετειώδες μυθιστόρημα τσέπης μέσα στο λεωφορείο και την απότομη επαναφορά στην πραγματικότητα στο πρώτο νευρικό φρενάρισμα του οδηγού. Δεν μπορούμε να πάρουμε την οθόνη στο κρεβάτι μας. Το διάβασμα στην οθόνη παραμένει θλιβερό υποκατάστατο. Είναι αυτός ο λόγος που το βιβλίο, τελικά, θα επιζήσει στην ηλεκτρονική εποχή; Και όμως πολλά έργα ηλεκτρονικής λογοτεχνίας διεκδικούν μια θέση στο πάνθεον της Τέχνης. Και έχουν γίνει αποδεκτά από την ευρύτερη αναγνωστική κοινότητα. Η ανθολογία της Μεταμοντέρνας Αμερικανικής Λογοτεχνίας Norton, η οποία έχει καθιερωθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους για την ποιότητά της, περιέλαβε και το είδος της ηλεκτρονικής λογοτεχνίας στο τομέα ΄΄Technoculture΄΄. Ο αγοραστής της ανθολογίας αποκτά τον κωδικό πρόσβασης στις σελίδες της υπερκειμενικής λογοτεχνίας που φιλοξενούνται στον κόμβο του εκδοτικού οίκου Norton. Πολλοί λογοτέχνες έχουν κατά καιρούς γοητευθεί από τη τεχνολογία και προσπάθησαν να σπάσουν τα όρια της έντυπης σελίδας ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Το υπερκείμενο είναι κατά βάση το ίδιο πείραμα αλλά με καινούρια εργαλεία. Είναι συνεπώς το επόμενο λογικό βήμα στην ιστορία της λογοτεχνίας; Έχει νομιμοποιηθεί η ηλεκτρονική λογοτεχνία;

Οι ερευνητές σπεύδουν να μελετήσουν αυτό το νέο είδος, το οποίο μετασχηματίζεται διαρκώς ακολουθώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις. Το μόνο που περιορίζει τους καλλιτέχνες είναι τα όρια της φαντασίας τους. Ήχοι – εικόνες – βίντεο – παιχνίδια με τις λέξεις αποδομούν το κείμενο και το επανασυνθέτουν εμπλέκοντας δυναμικά τον αναγνώστη στη διαμόρφωση της δομής του. Οι ηλεκτρονικοί λογοτέχνες ορίζουν τους δεσμούς μεταξύ των επιμέρους δομικών στοιχείων του υπερκειμένου τους, ορίζουν ακόμη και κομβικά σημεία, όπου ο αναγνώστης θα διαλέξει διαδρομή. Αυτά τα κατακερματισμένα κείμενα ελευθερώνουν τη φαντασία του αναγνώστη, ο οποίος ουσιαστικά εμβυθίζεται στα πολλαπλά επίπεδα του κειμένου. Με τον ίδιο τρόπο επηρεάζουν και το συγγραφέα, όπως παραδέχεται ο Geoff Ryman, συγγραφέας του έργου «Hypertext 253»: «Η συγγραφή διαδραστικής λογοτεχνίας αλλάζει τον τρόπο σκέψης του δημιουργού, καθώς αυτό που προέχει είναι ο προσωπικός τόνος, η γραφή παύει να είναι αντικειμενική, είναι περισσότερο άμεση και προσωπική». Η Jane Yellowlees Douglas, Καθηγήτρια Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Florida και υπερκειμενική συγγραφέας, παραλληρίζει το υπερκείμενο με μια βόλτα στο λούνα - παρκ.: ΄΄Ποτέ δεν ξέρεις που θα συναντήσεις τις εκπλήξεις΄΄. Ο Michael Joyce του κολεγίου Vassar της Νέας Υόρκης συγκρίνει το υπερκείμενο με τη μουσική, καθώς δεν πιστοποιείται κατά τη γνώμη του η οπτική διάσταση του κειμένου, αλλά μία σύνθεση φράσεων, επαναλήψεων, ρυθμού. Το υπερκείμενο διατηρεί τη σαγήνη του τραγουδιού των Σειρήνων της λογοτεχνίας, πολλαπλασιάζοντας τα ερεθίσματα που δέχεται ο αναγνώστης. Οι μεταμοντερνιστές αγκαλιάζουν τα λογοτεχνικά υπερκείμενα, αφού συμφωνούν ότι η μοναδική βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. Οι αναγνώστες συνεχίζουν να ψάχνουν απεγνωσμένα για ένα τέλος, αλλά τα υπερκείμενα αντιστέκονται προσφέροντας διαρκώς νέες διεξόδους. Στήνουν τις παγίδες τους σε ένα δίκτυο δεσμών και κόμβων. Αν θέλουμε να ανιχνεύσουμε τη μήτρα αυτού του είδους, ίσως θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στα ομηρικά έπη και τον τρόπο της σύνταξής τους. Με αρκετή ασφάλεια θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ο ομηρικός ραψωδός κατασκευάζει νόημα επιλέγοντας από το σώμα των ραψωδικών αφηγήσεων μια αφηγηματική διαδρομή. Οικοδομεί το νόημα ακριβώς όπως ο αναγνώστης του υπερκειμένου. Είναι ελεύθερος να περιλάβει όποιες λεπτομέρειες επιλέγει και ακόμη να μεταβάλει το χαρακτήρα των γεγονότων. Πάνω από όλα, μπορεί να δείξει τον προσωπικό του τρόπο προσέγγισης του υλικού με επινοήσεις που αποτελούν μέρος της τέχνης του. Όσο τα ομηρικά ποιήματα απαγγέλλονταν χωρίς τη βοήθεια της γραφής (πριν το 700 π.Χ.), ο αοιδός παρουσίαζε σε κάθε απαγγελία κάτι που στην πραγματικότητα ήταν ένα καινούριο ποίημα. Αυτή η ρευστότητα διαπιστώνεται και στην ηλεκτρονική λογοτεχνία. Κάθε αναγνώστης του υπερκειμένου παράγει ένα καινούριο, ίσως μοναδικό, έργο τέχνης.

Ο δημιουργός παραμένει κυρίαρχος του παιχνιδιού, αφού καθορίζει τους δεσμούς μέσα στο υπερκείμενο. Το ταξίδι ανήκει πάντα στον αναγνώστη, απλά οι επιλογές του είναι διευρυμένες. Όταν εγκαταλείφθηκε ο κύλινδρος του παπύρου, γιατί επιβλήθηκε η περγαμηνή χάρη στις ευκολίες που παρείχε να ανοίξει, να κλείσει και να ξεφυλλιστεί, είχαμε την πρώτη επανάσταση: τη δημιουργία της σελίδας του κώδικα. Στην ηλεκτρονική εποχή μας τα όρια της σελίδας υπάρχουν μόνο αν το θελήσει ο δημιουργός της, αλλά οι ευκολίες ξεφυλλίσματος έχουν πολλαπλασιαστεί με το ΄΄κλικ΄΄ του ποντικιού μας. Η εποχή μας προαπαιτεί την ταχύτητα, υπόσχεται την αιωνιότητα των κειμένων αποθηκεύοντάς τα σε ολοένα και πιο ανθεκτικά μέσα. Ο κώδικας διευκόλυνε την οργάνωση των κειμένων σε κεφάλαια, το υπερκείμενο οργανώνει τις σχέσεις ανάμεσα σε μέρη του κειμένου σε εικόνες και ήχους. Οι δεσμοί είναι τα κλειδιά που συγκροτούν το νόημα των ψηφιακών κειμένων. Τι άλλο μας λείπει στα ηλεκτρονικά βιβλία; Κατ’ αρχήν η ράχη του βιβλίου. Ο Ουμπέρτο Έκο επισημαίνει ότι ενώ είναι πολύ εύκολο να εικάσει κανείς το περιεχόμενο ενός βιβλίου, ρίχνοντας μια ματιά στο οπισθόφυλλο, το ανάλογο δεν μπορεί να γίνει στο διαδίκτυο, τουλάχιστον όχι με την ίδια ευκολία. Θυσιάζουμε την αίσθηση της αφής, αφού το ψαύσιμο της υφής του χαρτιού δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό των πλήκτρων. Αποχαιρετούμε μάλλον οριστικά τη μυρωδιά του μελανιού. Οι ερευνητές πλέον μιλούν για το ηλεκτρονικό μελάνι και ίσως σε λίγα χρόνια καταφέρουν να μας απαλλάξουν από τις οθόνες.

Η ηλεκτρονική επανάσταση όμως στην εποχή μας περισσότερο βαθαίνει το χάσμα παρά επιτρέπει τη ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αφού για να αποκτήσεις πρόσβαση στα ηλεκτρονικά μέσα θα πρέπει να καταθέσεις τον οβολό σου, ο οποίος συμβαίνει να μην είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Μια νέα μορφή αναλφαβητισμού – έστω ψηφιακού – παραμονεύει στη γωνία. Η νέα σχέση συγγραφέα – αναγνώστη που ευαγγελίζονται πολλοί προσκρούει στη διείσδυση του διαδικτύου στον αναγνωστικό πληθυσμό. Ναι, σίγουρα το μέσο διευκολύνει την επικοινωνία και μετατρέπει τον αναγνώστη σε συνδιαμορφωτή, αφού μπορεί εύκολα να στείλει τις παρεμβάσεις και τα σχόλιά του. Αλλά το αναγνωστικό κοινό του διαδικτύου παραμένει πολύ περιορισμένο, σε σχέση με το σύνολο των αναγνωστών. Η αναντικατάστατη επαφή με το υλικό αντικείμενο θα πρέπει να καθησυχάσει όσους αγωνιούν για την εξαφάνιση του βιβλίου. Ακόμη και οι υπέρμαχοι της ηλεκτρονικής εποχής συνεχίζουν να συλλέγουν βιβλία. Έχουμε να αξιολογήσουμε και να μετρήσουμε τα αποτελέσματα τριών επαναστάσεων που συμβαίνουν παράλληλα α) της τεχνολογικής επανάστασης που αφορά την παραγωγή και διάδοση κειμένων β) της επανάστασης της ηλεκτρονικής γραφής και γ) την επανάσταση της ηλεκτρονικής ανάγνωσης. Και οι τρεις έρχονται ταυτόχρονα να μετασχηματίσουν τη σχέση μας με το γραπτό λόγο. Αρχικά η ηλεκτρονική αναπαράσταση της γραφής τροποποιεί την έννοια των συμφραζομένων context και επομένως την ίδια τη συγκρότηση νοήματος. Από τις συλλογές κειμένων που εκδίδονται σε ένα βιβλίο περνάμε σε ψηφιακές βάσεις δεδομένων. Η επανάσταση της γραφής διαταράσσει τη σχέση κειμένου με το αντικείμενο που το περιέχει (το βιβλίο) και παραδίνει τον έλεγχο της δομής, της σύνθεσης και της εμφάνισής του στον αναγνώστη, ο οποίος τις χειρίζεται σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Ο αναγνώστης του ηλεκτρονικού κειμένου συναντιέται με τον αναγνώστη της αρχαιότητας. Και οι δύο ξετυλίγουν παπύρους. Οι σύγχρονοι αναγνώστες κερδίζουμε στην ευκολία της μπάρας κύλισης και ουσιαστικά πλοηγούμαστε στον ωκεανό της παγκόσμιας γνώσης. Η ψηφιοποίηση μπορεί να κάνει διαθέσιμα όλα τα κείμενα του συνόλου της ανθρώπινης ιστορίας και να πραγματοποιήσει το όνειρο της συλλογικής γνώσης. Μία βιβλιοθήκη χωρίς τοίχους, κάπου στον κυβερνοχώρο, από όπου θα μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε όποιο «βιβλίο» θελήσουμε. Αυτή η επανάσταση σίγουρα ήρθε για να προεκτείνει το νου μας και όχι τους μυώνες μας, όπως η αγροτική και η βιομηχανική. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο κοντά είναι το όνειρο του Δερτούζου για ένα σημασιολογικό διαδίκτυο, αλλά ίσως μερικοί από εμάς ζήσουμε να το δούμε. Οργανώνοντας έναν ιστό παγκόσμια κοινών σφαιρικών νοημάτων θα βοηθήσουμε να πετυχαίνουμε περισσότερα, κάνοντας λιγότερα. Μέχρι στιγμής, η τεχνολογία είναι αρκετά ανώριμη. Δεν έχει αποδώσει τους καρπούς της επένδυσής μας σε χρόνο. Ας ελπίσουμε ότι οι υπολογιστές θα γίνουν περισσότερο ανθρωποκεντρικοί και επιτέλους θα μας υπηρετήσουν αντί να τους υπηρετούμε. Πάντως, μέχρι τότε, μπορούμε να βρούμε καταφυγή και παρηγοριά στα λόγια του Μάικλ Δερτούζου, στο βιβλίο του, «Τι μέλλει γενέσθαι;»: ΄΄Ποτέ δεν θα χάσουμε την ικανότητα να απολαμβάνουμε ένα ρομαντικό ηλιοβασίλεμα, επειδή ανακαλύφθηκαν οι υπολογιστές … ΄΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια: