Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Ν Ο Π Ε Π Ρ Ω Μ Ε Ν Ο

ΜΙΑ ΄΄ΑΠΟΛΥΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ΄΄ Ή ΄΄ΦΑΡΣΟΚΩΜΩΔΙΑ΄΄ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ;



«Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επενεργούν πάνω μας σαν μια συμφορά, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε τόσο όσο ο θάνατος ενός ανθρώπου που αγαπάμε περισσότερο από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, ή χαμένοι σ’ ένα απόμερο δάσος - ο σκοπός ενός βιβλίου είναι να λειτουργεί σαν το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται μέσα μας», θα γράψει ο Φράντς Κάφκα σε ένα γράμμα στον φίλο του Όσκαρ Πόλακ. Ανοίγοντας μέσα από το έργο του ένα ρήγμα στον τοίχο της αληθοφάνειας, ο Κάφκα κατόρθωσε να επιλύσει ένα τεράστιο αίνιγμα και να ενώσει δύο ασύμβατους ως τότε στόχους: ήταν ο συγγραφέας που και τον πραγματικό κόσμο μπόρεσε να αντιληφθεί και στο μαγευτικό παιχνίδι της φαντασίας να επιδοθεί παράλληλα. Με άλλα λόγια, και στην ανάλυση του κόσμου να είναι «αυστηρά ακριβής» και στις παιγνιώδεις ονειροπολήσεις να εμφανίζεται «ανελεύθερα ελεύθερος». Το σαιξπηρικό παράδειγμα, επίσης, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Καμιά δημιουργική φαντασία δεν κατανόησε πληρέστερα από τη δική του το υβριδικό νόημα της ζωής, την αδιάκοπη αλληλοδιαπλοκή ελπίδας και απόγνωσης, χειμώνα και άνοιξης, μεσονυκτίου και μεσημεριού. Ο Σαίξπηρ, προκειμένου να μιλήσει για τη διπλή φύση της πραγματικότητας χρησιμοποιεί ως συστατικά στοιχεία το γέλιο και το θάνατο. Το σύμπαν, αν και ασύλληπτο, δεν έχει γίνει ακόμη για τον Κάφκα και τον Σαίξπηρ η παγωμένη ολότητα του τραγικού, αλλά υπάρχει πάντα η δυνατότητα ένα ΄΄τσεκούρι΄΄ να συντρίψει τον ΄΄πάγο΄΄, είτε αυτό (το ΄΄τσεκούρι΄΄) λέγεται ΄΄θεός΄΄ είτε όχι (Θάνατος του Θεού του Νίτσε).
Το απολύτως τραγικό, λοιπόν, μήπως είναι ξένο προς τη ζωή; Το οργανικό στοιχείο της ύπαρξης, μήπως είναι κωμικοτραγικό στον πυρήνα του; Η βλοσυρή διαπίστωση του Κάφκα ότι «υπάρχει μεν αφθονία ελπίδας, αλλά όχι για μας», μήπως είναι και η μόνη αλήθεια που διέπει τη ζωή; Και ποια είναι, τέλος, εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνθέτουν το σκηνικό αυτής της παράδοξης και αλλόκοτης φαρσοκωμωδίας (του ΄΄ναι μεν΄΄, ΄΄αλλά΄΄ …) στην οποία καλούμαστε να πρωταγωνιστήσουμε; Το Προπατορικό αμάρτημα, είτε από τον Αδάμ εκπορεύεται είτε από τον Προμηθέα, δεν αποτελεί κατηγορία του απολύτως τραγικού, γιατί εμπεριέχει πάντα και τη δυνατότητα της λύτρωσης. Τόσο ο Μπρέχτ όσο και ο Κλωντέλ έγραψαν μελόδραμα – με την έννοια ότι η άποψή τους για τον κόσμο, ο τρόπος με τον οποίο δραματοποιούν τον ανθρώπινο πόνο, την αδικία, το σφάλμα, ακόμη και την απελπισία, όπως τα συναντάμε στη Μάνα Κουράγιο και στο Ατλαζένιο γοβάκι, εκτίθενται σε τέσσερις τραγικές πράξεις. Η πέμπτη πράξη, όμως, είναι πάντα αυτή της αποκατάστασης ή της λύτρωσης. Στην πρακτική του Μπρέχτ, ο μηχανισμός της αντιρρόπησης είναι διφυής. Ο τρόμος και ο οίκτος αποκαθαίρονται μέσω της πολιτικής συνειδητοποίησης, μέσω της κατανόησης – στην οποία παρακινείται το ΄΄αποστασιοποιημένο΄΄ κοινό – ότι οι ήρωες, δηλαδή, είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι, λόγω της απληστίας, της φιλαυτίας ή της πολιτικής τους τύφλωσης, για τα δεινά που τους περιμένουν. Κατά δεύτερο λόγο, το έργο προσφέρει, επιπλέον, την υπόσχεση μιας γενικής επανόρθωσης. Από την άλλη πλευρά, η αφοσίωση του Κλωντέλ στη σωτηρία είναι αυστηρά θεολογική. Ο από μηχανής θεός που κατεβαίνει πριν από την τελική αυλαία μπορεί να είναι είτε ο Λυτρωτής είτε ο κομισάριος. Για τον Κάφκα, πάλι, οι Πρωτόπλαστοι διάλεξαν και λάθος και σωστά. Λάθος από «πνευματική άποψη», σωστά, αφού «δεν γινόταν διαφορετικά». Επομένως, δεν βαδίζουμε προς την Έσχατη Κρίση, αλλά έχουμε ξεκινήσει απ’ αυτήν. Ιδού, επομένως, το παράδοξο μιας ελεύθερης βούλησης που είναι και δεν είναι ελεύθερη. Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί επίσης να γίνει και μέσα στη χαρά (ιδού και η έννοια του ΄΄Παραλόγου΄΄). Ο Σίσυφος, που οι θεοί τον καταδίκασαν να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ’ όπου η πέτρα, με το βάρος, ξαναπέφτει, είναι ο παράλογος άνθρωπος, ο παράλογος ήρωας. Αν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση της τραγικότητάς του. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος και επαναστατημένος, ξέρει όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση. Όταν, όμως, η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη. Είναι οι νύχτες στη Γεσθημανή. Ωστόσο ο Οιδίποδας, τυφλός και απελπισμένος, και ενώ γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο με αυτόν τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού, θα πει μεγαλόστομα: ΄΄Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γηρατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά΄΄. Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει τον τύπο της παράλογης νίκης. Όλη η βουβή χαρά του Σισύφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του τού ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Ομοίως, ο παράλογος άνθρωπος, όταν μελετάει το μαρτύριό του, κάνει όλα τα είδωλα να «βουβαθούν». ΄΄Στην ήττα του, λέει ο Κίρκεγκωρ, βρίσκει το θρίαμβό του ο πιστός΄΄. Και ο Νίτσε θα συμπληρώσει, ΄΄Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η αιώνια ζωή, είναι η αιώνια ζωντάνια΄΄.
Αυστηρά οριζόμενη, η απόλυτη τραγωδία είναι ο αναπαραστατικός τρόπος της απελπισίας. Οι δηλωτικοί όροι αυτής της απελπισίας είναι το ΄΄τίποτα΄΄ και το ΄΄ποτέ΄΄. Η απόλυτη τραγωδία είτε υπαινίσσεται είτε ρητά εκφράζει τη διαίσθηση ότι δεν μπορεί να υπάρχει, ούτε μέσω μιας μεσσιανικής ούτε μιας χριστολογικής έλευσης, οποιαδήποτε αποκατάσταση. Τα έργα των μεγάλων δραματουργών, ωστόσο, δεν θα είναι ποτέ έργα απόλυτης τραγωδίας ή υψηλού μελοδράματος. Θα πλησιάζουν περισσότερο σε ένα παράδοξο είδος άσκησης στη νυχτερινή γκροτέσκο και παράλογη φαρσοκωμωδία της ζωής. Ίσως, τελικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Κάφκα έβαζε πάντοτε το ρολόι του μιάμιση ώρα μπροστά και πάντοτε το διόρθωνε η Φελίτσε, που η φυματίωσή του τον εμπόδισε να την παντρευτεί. Όλα συμβαίνουν στο μέλλον, γι’ αυτό και εμείς φθάνουμε πάντα «αργοπορημένοι» …

Δεν υπάρχουν σχόλια: