Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

«Απόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά του Θεου τω Θεω»



Διαχωρίζεται η Εκκλησία από το Κράτος, με άλλα λόγια, το Βασίλειο του Πνεύματος από το Βασίλειο του Καίσαρος, δεδομένου ότι πρόκειται για δύο εξουσίες διαφορετικής προελεύσεως και χαρακτήρος, οι οποίες, κατά τη διάρκεια των αιώνων, άλλοτε συνυπήρξαν αρμονικά και άλλοτε ήλθαν σε σύγκρουση μεταξύ τους;

Αναφερόμενος ο Ρώσος φιλόσοφος Berdiaeff στη σχέση Εκκλησίας και Κράτους, σχολιάζει τον γνωστό λόγο του Χριστού: «Απόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά του Θεου τω Θεω», επισημαίνοντας ότι ο Χριστιανισμός δεν αρνείται την ύπαρξη του κράτους, εφ’ όσον γίνεται λόγος περί του βασιλείου του Καίσαρος, άρα δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως ΄΄αναρχικός΄΄. Επιπλέον, και αν ακόμη θεωρήσουμε ότι ο Χριστιανισμός είναι ΄΄επαναστατικός΄΄, αυτό δεν σημαίνει ότι επιδιώκει με τη βία να επιβληθεί στην κοινωνία. Για τον Berdiaeff, ο Θεός δεν έχει κυριαρχικές αξιώσεις, μολονότι η κυριαρχία είναι εκδήλωση του ανθρώπου.

Ωστόσο, «κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους. Γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα» (Κατά Ματθαίον 6:24). Η αλήθεια είναι ότι ένα κράτος εμπεριέχει πάντοτε στοιχεία εξωχριστιανικά ή και αντιχριστινικά. Λόγου χάριν, ένα κράτος είναι αδύνατο να θεμελιωθεί αποκλειστικά και μόνο στην χριστιανική αγάπη, αλλά τις περισσότερες φορές λειτουργεί με βάση κοινωνικο-οικονομικούς συσχετισμούς και συμφέροντα . Από την άλλη, ο «αντικειμενοποιημένος Θεός», ως χριστιανικό έρεισμα ζωής για πολλούς, αποτέλεσε για τον άνθρωπο το αντικείμενο ενός δουλικού θαυμασμού, γιατί, στην πράξη, είναι ένας Θεός «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του ανθρώπου, στον οποίο απέδωσε ο άνθρωπος, ως επινόημά του, όχι μόνο ό,τι καλύτερο έχει, αλλά και ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει στο πέρας των αιώνων.

«Το θέμα είναι να βρω μια αλήθεια που θα είναι αλήθεια για μένα, να βρω μια ιδέα, για την οποία θα ζήσω και θα πεθάνω», θα είναι η ΄΄απάντηση΄΄ του Κίρκεγκωρ, του Δανού φιλοσόφου και θεολόγου, που χάραξε το δρόμο πάνω στον οποίο περπάτησαν και άλλοι - χριστιανοί και μη - υπαρξιστές φιλόσοφοι του 20ού αιώνα. Και ο Κάφκα, με τον απέριττο και λακωνικό του λόγο, θα συμπληρώσει: «Το νόημα της ζωής είναι ότι έχει ένα τέλος». Το φιλοσοφικό ρεύμα του Υπαρξισμού θα τονίσει, λοιπόν, για πρώτη φορά, τη μοναδικότητα και την αυθεντικότητα της προσωπικής εμπειρίας, ορίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη ως ανεξήγητη και δίνοντας ιδιαίτερο φορτίο στην ελευθερία της συνείδησης και στην ευθύνη του καθενός για τις συνέπειες των πράξεών του. Πρόκειται για μια φιλοσοφία ελευθερίας, στην οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να φτάσει, ξεπερνώντας τα εμπόδια που του θέτει η ζωή, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις. Στην ουσία, η ύπαρξη του ανθρώπου δεν έχει νόημα, αλλά μπορεί να το ορίσει μόνος του, να θέσει στόχους, για την πραγματοποίηση των οποίων είναι ο μόνος υπεύθυνος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δράσης, η αξία του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας της συνειδήσεως διατηρούνται στην κοινωνική πραγματικότητα. Η ύπαρξη αυτού του είδους ΄΄πνευματικότητας΄΄ αποτρέπει οποιαδήποτε κίνηση μιας θεοποιημένης συλλογικότητας (π.χ. κράτους, έθνους, προλεταριάτου) εις βάρος του προσώπου. «Εγώ ο ίδιος στο αιώνιο κύρος μου», θα βροντοφωνάξει σθεναρά και πάλι ο Κίρκεγκωρ, επισημαίνοντας ότι αν η συλλογικότητα υπερισχύσει της προσωπικότητας, θα οδηγήσει στην «αντικειμενοποίηση» του πνεύματος και στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσεως.
Είναι, επομένως, εφικτός ένας Χριστιανικός Σοσιαλισμός ή πρόκειται στην πραγματικότητα για ΄΄contradiction in adjecto΄΄, δηλαδή για μια αντίφαση, δεδομένου ότι επιχειρεί να συνδυάσει δύο διαφορετικές ΄΄οντότητες΄΄, την πνευματική και την υλική; «Η Εκκλησία και το Κράτος δεν μπορούν να είναι μόνιμα ούτε ενωμένα ούτε χωρισμένα … Ο Χριστιανισμός δικαιώνει και καθαγιάζει το Κράτος αλλά ένα ΄΄χριστιανικό Κράτος΄΄ είναι αδύνατο», θα υποστηρίξει ο Berdiaeff, ενώ κατά τον Soloviev είναι εφικτή η συγκρότηση ενός χριστιανικού κράτους, στο οποίο οι δύο εξουσίες θα μπορούν να συνεργάζονται αρμονικά, προσθέτοντας, επίσης, ότι «ο χωρισμός της Εκκλησίας και του Κράτους οδηγεί στην σύγχυση και αυτή στην διχόνοια και στην καταστροφή». Είναι προφανές ότι από καθαρά πολιτικής απόψεως, οι δύο πραγματικότητες, του χριστιανισμού και του σοσιαλισμού, δεν συγκροτούν ένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα. Οπωσδήποτε ο «χριστιανικός σοσιαλισμός» θα παραμένει πάντοτε μια εναλλακτική πρόταση έναντι του μαρξισμού και του καπιταλισμού. Η συζήτηση είναι ατέρμονη και ίσως δεν καταλήγει και πουθενά. Γι’ αυτό, ας αφήσουμε τον Καμύ να μας ταξιδέψει στους πρόποδες ενός βουνού, εκεί όπου ο Σίσυφος ανεβαίνει στωικά με το βράχο στους ώμους του, βιώνοντας την άγρια χαρά της μοναξιάς του. Όλη η βουβή χαρά του βρίσκεται εκεί … Το πεπρωμένο του του ανήκει … Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του …

« … Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται τους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο … ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: